Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ


ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ EVROSPOWER.GR,
ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ 1/12 ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ.

ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ, ΕΘΙΜΑ, ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ.

ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ ΜΕΙΝΕΤΕ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ ΣΕ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΖΕΣΤΟ ΕΒΡΙΤΙΚΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΕΤ3- 22/11/2009

Σε ένα όμορφο κεφαλοχώρι της Ροδόπης, το Νέο Σιδηροχώρι, ταξιδεύει την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009, στις 15.00, η «Κυριακή στο Χωριό» της ΕΤ3 με τη Μάρνη Χατζηεμμανουήλ.
Η εκπομπή καταγράφει εικόνες από την περιοχή με την πλούσια γεωργική παραγωγή και την ξεχωριστή πολιτισμική παρουσία. Οι κάτοικοι του Νέου Σιδηροχωρίου, πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, διατηρούν αναλλοίωτα τα ήθη και έθιμά τους και τα παρουσιάζουν στην «Κυριακή στο Χωριό».
Συνοδεύει την εκπομπή η μουσική ομάδα "Κικόνων Ήχος"
Παιζουν:
Γκάιντα - Στέφανος Μάρκου
Λύρα Θράκης - Σάσα Τσαντσάνη
Τραγούδι & Λαούτο - Αργύρης Κόκορης
Τουμπελέκι - Βαλάντης Σαϊρης


Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Ραδιο Έβρος-Έκτακτη Εκπομπη

Το συγκροτημα απο την Αλεξανδρουπολη έρχεται στον αέρα του Ραδιο Εβρος (radioevros.gr 97.1 και 95.3) την Παρασκευη 18:00 με 20:00 για να μιλησουν στην εκπομπη του Δημητρη Μηλικα για τα πρωτα βηματα του συγκροτηματος και το πρωτο τους album! RADIO EVROS, Το πιο ζωντανο ραδιόφωνο της πόλης.

ΜΟΝΑΧΟΓΙΟΣ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ

ΤΟ ΜΑΡΓΟΥΔΙ ΚΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΙΑΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ. ΣΥΝΤΟΜΑ ΠΟΛΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΑΘΩΣ ΠΛΗΣΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.

Μεγαλοπρεπής Ενθρόνιση Μητροπολίτη Διδυμοτείχου

Με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια τελείται αυτή την ώρα η ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνού

Καρπαθάκη.

Ο νέος Μητροπολίτης Διδυμοτείχου κ. Δαμασκηνός, αφίχθη στην πλατεία Δημοκρατίας της πόλεως του Διδυμοτείχου στις 11:30 μ.μ., όπου εκεί έγινε δεκτός με από τον Δήμαρχο της πόλεως και τις λοιπές αρχές.

Αμέσως μετά εν πομπή έφτασαν στον Ιερό Ναό της Παναγίας Ελευθερώτριας Διδυμοτείχου, ο οποίος από το πρωί γέμισε από πλήθος πιστών και πνευματικών παιδιών του νέου Μητροπολίτη.

Η ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτη Διδυμοτείχου κ. Δαμασκηνού, έγινε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο.

Επίσης, στην ενθρόνιση συμμετείχαν ο μέχρι σήμερα Τοποτηρητής της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Μητροπολίτης Μάρωνείας κ. Δαμασκηνός, ο Μητροπολίτης Νικαίας κ. Αλέξιος, Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ξάνθης Παντελεήμονας, Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος και Σύρου Δωρόθεο και τον Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου, Αρχιμανδρίτη Κύριλλο Μισιακούλη

Εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ενθρόνιση, είναι ο Μητροπολίτης Πριγκιποννήσων κ. Ιάκωβος και από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο Μητροπολίτης Καμερούν κ. Γρηγόριος.

Ο Δήμαρχος Διδυμοτείχου κατά την υποδοχή προσφωνώντας τον Μητροπολίτη κ. Δαμασκηνό μεταξύ άλλων τόνισε: «Καλωσορίζουμε τον νέο θρησκευτικό μας ηγέτη, με αισθήματα χαράς και συγκίνησης, καλοδεχόμαστε τον 77ο κατά σειρά επίσκοπο την ημέρα της ενθρόνισης του. Τίποτα δεν πτόησε τους πιστούς να βρίσκονται σήμερα εδώ, για να προϋπαντήσουν τον πνευματικό μας ηγέτη επιθυμώντας να ζεστάνουν με την δική τους Θρακιώτική φιλοξενία και αγάπη. Να αναφωνήσουμε όλοι μαζί ΑΞΙΟΣ».

«Σεβασμιώτατε, σε μια εποχή μεγάλων αμφισβητήσεων και προσδοκιών, που διαψεύδονται, χρειαζόμαστε τον παρηγορητικό λόγο αγάπης και την ενεργή στήριξη της εκκλησίας μας, που μετριάζει τις αδυναμίες μας, και καθιστά την πορεία του ανθρώπου λιγότερο ανώδυνη. Σήμερα ο κόσμος έχει ανάγκη από άξιους ποιμενάρχες, που αναδεικνύουν και προβάλουν την ουσία και το νόημα του Χριστιανισμού».

Ο Ενθρονιστήριος λόγος του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνού έχει ως εξής:

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμε,

Σεβ. Μητροπολίτα Πριγκηποννήσων κ. Ιάκωβε, εκπρόσωπε της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου,

Σεβασμιώτατοι εκπρόσωποι των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων και λοιπών Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών,

Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι Αρχιερείς,

Ερίτιμος κα Υπουργός,

Εντιμότατε κε Νομάρχα,

Εντιμότατε κε Έπαρχε,

Εντιμότατοι κοι Βουλευταί,

Αξιότιμοι κοι Δήμαρχοι, Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος, Σουφλίου, Ορφέως, Τριγώνου, Νέας Βύσσας, Κυπρίνου και Μεταξάδων,

Ενδοξώτατε κε Στρατηγέ,

Αξιότιμοι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοικήσεως, των πολιτικών, δικαστικών, στρατιωτικών, αστυνομικών και εκπαιδευτικών αρχών, Αξιότιμοι εκπρόσωποι των τοπικών φορέων και συλλόγων,

Τίμιον Πρεσβυτέριον, Χριστού διακονία, Σοφολογιώτατε, Αγαπητοί χριστιανοί,

Χάριτι Θεού εκλεγείς πρότριτα ψήφοις κανονικαίς υπό της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της ιστορικής ταύτης Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, εν ταπεινώσει, εν πίστει και αγάπη προσφέρω εμαυτόν εις το θείον θέλημα και υπακούων εις την φωνήν της Εκκλησίας, εν χαρά έρχομαι προς υμάς αδελφοί, φέρων την ειρήνην, την δύναμιν και την αλήθειαν του Ευαγγελίου και την ολόθυμον πρόθεσίν μου να διακονήσω.

Προσελθών, προ ολίγου κατά την εκκλησιαστικήν τάξιν, και ασπασθείς την Αγίαν Τράπεζαν, τον βωμόν της θυσίας, ανήλθον εν συνεχεία εις τον Αρχιερατικόν Θρόνον, το σύμβολον της δυνάμεως. Θρόνος και Θυσιαστήριον είναι η έκφρασις της αρχιερατικής αξίας, η άσκησις της δυνάμεως εν τω πνεύματι της θυσίας. Εις το πρόσταγμα, λοιπόν, της Εκκλησίας ο Θρόνος γίνεται σήμερον δι’ εμέ κίνητρον προς ταπείνωσιν και το Θυσιαστήριον αφετηρία διακονίας Θεού και ανθρώπων.

Η έδρα του Επισκόπου δεν είναι θρόνος δόξης αλλά τύπος Σταυρού και θυσίας και ο ανερχόμενος τας βαθμίδας του πρέπει να είναι έτοιμος να πίη το Ποτήριον το οποίον έπιεν ο Κύριος.

Αναλογιζόμενος ποσόν βαρύ και συγχρόνως άγιον είναι το έργον τούτο, το οποίον αναλαμβάνω από της στιγμής ταύτης, ανερχόμενος τας βαθμίδας του ιερού τούτου θρόνου, συνειδητοποιώ πόσην ανεκτίμητον αξίαν έχει ενώπιον του Θεού η ψυχή και του τελευταίου ανθρώπου και ποίαν ευθύνην επωμίζομαι, επειδή δια τον καθ’ ένα εξ υμών θα αποδώσω λόγον εν ημέρα κρίσεως.

Δια τούτο και θέτων την χείρα επί το άροτρον στρέφω και τα όμματα και τον νουν και την καρδίαν προς τον Αρχιποιμένα Ιησούν και τήν Εκείνου δύναμιν επικαλούμαι παρά την ιδικήν μου ασθένειαν και εις την Εκείνου Χάριν εξ ολοκλήρου στηριζόμενος, λύω τον ιμάντα των υποδημάτων μου και εν φόβω Θεού διασκελίζω το εσώτερον του καταπετάσματος, όπου η φλεγομένη και μη καιομένη βάτος, και με το λέντιον εις την μέσην εισέρχομαι εις το άχραντον μυστήριον της αγίας διακονίας των ψυχών σας.

Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο καταξιώσας ημάς της μεγάλης και υψηλής Χάριτος, να συνέλθωμεν σήμερον εν τω Ονόματι Αυτού και να ιερουργήσωμεν τα εγκαίνια της Κοινωνίας και του ακατάλυτου δεσμού Ποιμένος και ποιμνίου.

Προς τας ψυχάς Σας έρχομαι αδελφοί. Έρχομαι δια να συναντήσω τον καθένα από Σας, τον μικρόν και τον μεγάλον, την γερόντισσαν μητέρα και τον μικρόν βοσκόν, τον πλούσιον έμπορον η επιχειρηματία, και τον πτωχόν εργάτην, εκείνον ο οποίος κατέχει αξιώματα και τον άσημον άνθρωπον, τον μορφωμένον και τον αμαθή, τον δίκαιον και τον αμαρτωλόν, διότι ο καθένας από Σας είναι παιδί του Θεού και έχει ξεχωριστήν θέσιν εις την αγάπην Του. Αυτή είναι, αγαπητοί μου, η αιώνια πορεία της Εκκλησίας, προς την κάθε ψυχήν, την μοναδικήν, την αναντικατάστατον, διότι δια τον κάθε ένα ιδιαιτέρως υπάρχει ένα μήνυμα του Θεού· ότι μας ηγάπησεν και μας αγαπά. Και μας ηγάπησεν τόσον, ώστε τον μονογενή Υιόν Αυτού έδωκεν «ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον».

Ενθρονιζόμενος σήμερον επισήμως εν μέσω υμών ως ο από Θεού κατασταθείς ποιμενάρχης Σας, αναλογίζομαι εν συντριβή και κατανύξει, πόσον διάφορος είναι η αποστολή του Επισκόπου από κάθε άλλο λειτούργημα επί της γης.

Ο Επίσκοπος δεν εκφωνεί προεκλογικούς λόγους. Δεν εξαγγέλλει προγράμματα, αλλά κινείται κατά την πνοήν του Αγίου Πνεύματος, και το οποίον «όπου θέλει πνει».Ως εκ τούτου δεν δύναται να καυχηθή επικαλούμενος προσωπικάς του ικανότητας, η να επιδείξη περγαμηνάς καταγωγής και σοφίας δια να γίνη πιστευτός και αποδεκτός.

Έρχεται αθορύβως και πορεύεται προς τον λαόν του Θεού, όχι δια να κηρύξη εαυτόν, αλλά τον λόγον της καταλλαγής, το Ευαγγέλιον και την Βασιλείαν του Θεού. Δια τούτο η προσδοκία του ποιμνίου γίνεται ύμνος δοξολογικός, ο ύμνος με τον οποίον με υπεδέχθητε προ ολίγου εισερχόμενον εις τον Ναόν «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».

Έρχομαι λοιπόν προς υμάς εν φόβω Θεού και εν ονόματι Κυρίου. Οι Προφήται της Παλαιάς Διαθήκης καλούμενοι υπό του Θεού να πορευθούν προς τον λαόν, η έκρυπτον εαυτούς περιδεείς, η εζήτουν από τον Θεόν να κατακαύση τα πήλινα χείλη τους με άνθρακα πυρακτωμένον, δια να μην εξέλθη εκ του στόματός των ανθρώπινος λόγος ματαιότητος, αλλά ο λόγος της ζωής και της σωτηρίας. Κατά μείζονα λόγον ο Επίσκοπος, εφ’ όσον έρχεται ως προφήτης και απόστολος εις τύπον Χριστού, απεκδύεται και αυτός τον κατά κόσμον εαυτόν του δια να γίνη αυλός, μέσω του οποίου ο Θεός θα ομιλήση εις τον λαόν.

«Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο εμέ δεχόμενος δέχεται τον αποστείλαντά με»

Ακούοντες, λοιπόν αγαπητοί, όλα αυτά σήμερον επί τη ενθρονίσει του νέου Ποιμενάρχου σας, μη δώσετε σημασίαν εις το βιογραφικόν του σημείωμα. Άλλωστε το μυστήριον του προσώπου δεν εξαντλείται εις τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητος, ούτε εις τα συμβατικώς σταθμιζόμενα του βίου του. Δεν έχει ίσως μεγάλην σημασίαν ποίος υπήρξε ο νέος Ποιμενάρχης σας μέχρι σήμερον και το τι επετέλεσεν άχρι τούδε δια της Χάριτος του Θεού. Σημασίαν έχει το πως έρχεται προς υμάς και το τι θα επιτελέση μεθ’ υμών, δι’ υμών και υπέρ υμών, ως υπεύθυνος φρουρός και υπηρέτης των ψυχών Σας, τας οποίας του ενεπιστεύθη ο Θεός και η Εκκλησία.

Έρχομαι, λοιπόν, προς υμάς σήμερον περιβεβλημένος με την επισκοπικήν χάριν και ευθύνην και εξουσίαν, ουχί όμως εν υπεροχή αξιώματος, αλλ’ ως διάκονος πάντων υμών, από συνειδήσεως και φρονήματος και από βαθυτέρας κατανοήσεως του υψηλοτάτου και ιερωτάτου σκοπού και χαρακτήρος της αποστολής μου, ως πνευματικού οδηγού και ποιμενάρχου λογικών προβάτων. Έρχομαι, τέλος, κοντά Σας υπακούων εις την θεόπνευστον αποστολικήν εντολήν και προτροπήν «Βλέπε την διακονίαν, ην παρέλαβες εν Κυρίω, ίνα αυτήν πληροίς».

Και είναι η διακονία αύτη, όταν αναφέρεται εις την αποστολήν του Επισκόπου, τρίπτυχος. Διακονία περικλείουσα την μαρτυρίαν της πίστεως, την ιερουργίαν της Θείας Δωρεάς και των λοιπών Μυστηρίων και τέλος διακονία της υψηλής και θεοειδούς εννοίας της αγάπης.

Πρώτη, λοιπόν, η πίστις. Αυτή η πίστις αποτελεί το θεμέλιον της ζωής και της δράσεως του Επισκόπου. Η πίστις η ενσυνείδητος, η κατ’ επίγνωσιν πίστις, πρέπει να διαφυλάσσεται και να συντηρείται ως τίμιος άρτος εις το Αρτοφόριον της ψυχής του Επισκόπου.

Ο Επίσκοπος δια της εντόνου και ενδιαθέτου φοράς προς το μυστικόν στοιχείον της πίστεως είναι ο μόνος ικανός να μεταδώση πίστιν εις το ποίμνιόν του. Πρέπει να πιστεύη εις όσα διδάσκει και κηρύττει και να πολιτεύεται συμφώνως προς αυτά, δια να δημιουργή πεποιθήσεις εις τας ψυχάς των πιστών.

Πρώτιστον μέλημά μας λοιπόν η διακονία του Λόγου του Θεού, η καλλιέργεια της πίστεως, της αγίας πίστεως, την οποίαν παρελάβομεν από τους Πατέρας μας, και εις την οποίαν εβαπτίσθημεν και προς την οποίαν προσήλωσιν της τοπικής Εκκλησίας μαρτυρούν όχι μόνον οι περικαλλείς ναοί αλλά κυρίως η συνεχιζόμενη ζώσα παράδοσις της ευσέβειας του φιλοχρίστου λαού της και των μετ’ αυτής συνυφασμένων αρρήκτως τιμαλφών παραδόσεων των οποίων ταπεινός λειτουργός έρχομαι, κατά πρώτον και κύριον λόγον.

Ακολουθεί ο Μυστικός Δείπνος, η ιερουργία του Ιερού Θυσιαστηρίου, ο αγιασμός των πιστών. Η λειτουργία της θυσίας του Χριστού, που ιερουργείται επάνω εις την Αγίαν Τράπεζαν και αποτελεί το κέντρον της ζωής και της ορθόδοξου αυτοσυνειδησίας μας, συνθέτει και συγκρατεί τα πάντα εντός μας και γύρω μας. Μεταμορφώνει και αγιάζει τα ορατά και ασήμαντα. Αποκαλύπτει την έννοιαν της αδελφοσύνης μεταξύ των ανθρώπων.

Καταλύει την μόνωσιν. Μας εμπνέει θείον έρωτα. Αισθανόμεθα τον αόρατον Θεόν, το μεγαλείον του, την απεραντοσύνην του και βιώνομεν το μυστήριόν Του, όπως ακριβώς και η σταγόνα του νερού, που όταν ενώνεται με τον ωκεανό δοκιμάζει το μυστήριόν του.

Δια τούτο άμεσον μέλημά μας θα είναι η τόνωσις της λατρευτικής ζωής και η στελέχωσις του ιερού κλήρου δια ικανών και πεπαιδευμένων προσώπων. Η περαιτέρω επιμόρφωσις των ήδη κεχειροτονημένων και η αναζωπύρωσις της ιερατικής κλήσεως.

Προς τους αμέσους συνεργάτας μας, τους ευλαβεστάτους κληρικούς της Ιεράς Μητροπόλεώς μας απευθυνόμενος, διαβεβαιούμαι αυτούς ότι εν τω προσώπω ημών θα εύρωσι τον στοργικόν Επίσκοπόν τους, τον πρόθυμον σύμβουλον και οδηγόν και συμπαραστάτην, αλλά και τον άγρυπνον επόπτην της ακριβούς και ιεροπρεπούς και ευόρκου εκπληρώσεως των ιερών τους καθηκόντων.

Προς αυτούς και τας οικογενείας των το Επισκοπείον θα είναι πάντοτε ο εύδοιος λιμήν και το απάγγειον.

Τέλος, το τρίτον ουσιώδες στοιχείον του ποιμαντορικού έργου του Επισκόπου είναι αναμφιβόλως η αγάπη, η κάλλιον ειπείν η διακονία του μυστηρίου της αγάπης. Ο Ιερός Χρυσόστομος εξαίρων την σημασίαν της αγάπης λέγει «Αγάπη εστίν η των μαθητών του Κυρίου εικών, ο χαρακτήρ των του Θεού δούλων, το γνώρισμα των αποστόλων». Όταν ο πνευματικός ποιμήν διαπνέεται από αγάπην, αγάπην ταυτόσημον προς τον Θεόν, τότε και εκείνος εμψυχώνεται δια να στηρίξη τους κλονιζόμενους, να παρηγορήση τους τεθλιμμένους, να αναστήση τους ηθικώς πεσόντας, να ανακαλέση εις την ζωήν ότι ωραίον και ευγενές κατέθαψεν εις τον άνθρωπον η αμαρτία, να οδηγήση ψυχάς εις τον Κύριον.

Η τοπική Εκκλησία και παλαιότερον αλλά και σήμερον, είπερ ποτέ και άλλοτε, με τα ευαγή ιδρύματά της και το προνοιακόν της έργον μπορεί και επιβάλλεται να απαλύνη τον πόνον και την δοκιμασίαν των ανθρώπων και να επιδείξη στοργήν και αγάπην, κατά τας Κυριακάς εντολάς. Η αγάπη προς τον Θεόν να μεταποιήται καθημερινώς εις αγάπην προς τον συνάνθρωπον.

Από αυτό το ιερόν τρίπτυχον της πίστεως, της λατρείας και της αγάπης οραματίζομαι και επιθυμώ να αντλή πίστιν, δύναμιν και φως η εν μέσω υμών εγκαινιαζομένη σήμερον ταπεινή ποιμαντορία μου.

Με τοιαύτα αισθήματα καταρχόμενος της ιεράς διακονίας μου εις την ιστορικήν Ιεράν Μητρόπολιν Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου επιθυμώ να δηλώσω προς πάντας υμάς, αγαπητοί, ότι έσομαι εν μέσω υμών αδελφός και φίλος και πατήρ στοργικός, όχι καθ’ υπεροχήν λόγου η εξουσίας, αλλ’ εν πνεύματι ευαγγελικού ποιμένος, δια να εφαρμόσω το ποιμαντορικόν μου πρόγραμμα, που συνοψίζεται εις το· να κηρύττω και να ομολογώ καθημερινώς Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον και Αναστάντα.

Το ιερόν τούτο έργον, εις το οποίον εκλήθην υπό του Θεού, δια της φωνής της Εκκλησίας, είναι να διακονήσω τας πνευματικάς ανάγκας, τα προβλήματα της τοπικής Εκκλησίας, αλλά και του καθ’ ενός Σας ιδιαιτέρως. Σας παρακαλώ λοιπόν, με ελευθερίαν και άνεσιν να κρούετε την θύραν της Μητροπόλεως. Είναι το ιδικόν Σας σπίτι, όπου θα εύρετε πάντοτε αναμμένην την κανδήλαν της Ιεράς αγρυπνίας και όπου ποτέ δεν θα λείψει ο άγιος άρτος της αγάπης.

Γνωρίζω την ευσέβειάν Σας, την αγάπην Σας προς το καλόν και την φιλοτιμίαν Σας, χάρις εις τας οποίας αρετάς αναδεικνύεσθε με τον ευλογημένον μόχθον Σας, εις παράγοντας προόδου, χωρίς να απομακρύνεσθε από τας πατρικάς παραδόσεις και από τας υγιείς πνευματικάς, ηθικάς και κοινωνικάς μας αρχάς. Εις την ιδικήν Σας φιλότιμον προσπάθειαν έρχομαι να προσθέσω την ιδικήν μου διακονίαν, δια να συνεχίσωμεν την όμορφην παράδοσιν του τόπου, δια να στηρίξωμεν την στοργικήν Κυβερνητικήν πρόνοιαν εις την ανάπτυξίν του και να συμβάλωμεν θετικώς εις τον πολιτισμόν και εις την μεγάλην υπόθεσιν της προασπίσεως της αξίας της ιερότητας του προσώπου, ανεξαρτήτως θρησκεύματος η φυλής.

Α. Δια την συμβολήν, λοιπόν της Εκκλησίας εις τα πολιτισμικά δρώμενα του τόπου αξίζει μέριμνα και προσοχή. Η Ορθόδοξος Εκκλησία υπήρξε πάντοτε παράγων πολιτισμού· η συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Η Εκκλησία είναι η οικουμενική πορεία του Γένους, ο ακατάλυτος δυναμισμός του, ο φύλακας του θησαυρού της αμωμήτου πίστεως και της ιεράς παραδόσεως της Ανατολής. Φύλακας ενεργός και δυναμικός που έχει συλλάβει, διακηρύξει και ερμηνεύσει την αληθή έννοιαν της Ορθόδοξου πίστεως και παραδόσεως, που δεν αποτελεί κάτι το στατικό και άκαμπτο, αλλά ιδέα που υπηρετεί το Γένος και τον άνθρωπον γενικώτερον.

Η ορθόδοξος παράδοσίς μας είναι κίνησις και ζωή, που δεν είναι απομάκρυνσις από το παρελθόν, αλλά διαρκής καρποφορία αυτού του παρελθόντος. Η παράδοσις δεν είναι μόνον παρελθόν, αλλά η δυναμική μεταμόρφωσις του εκάστοτε παρόντος.

Πολλοί και μεγάλοι ορίζοντες ανοίγονται εις την τοπικήν μας Εκκλησίαν. Αι αλλαγαί της εποχής μας είναι ταχύταται και η ποιμαντική τους εμπειρία πλουτίζεται καθημερινώς.

Μετά την πτώσιν των συνόρων ο τόπος μας δεν είναι πλέον το άκρον, το σύνορον αλλά η πύλη, η θύρα με την οποίαν ο λαός μας ευρίσκεται σε διαρκή επικοινωνίαν με λαούς, ιδέας και κινήσεις πνευματικάς.

Πλέον ο τόπος αυτός γίνεται και πάλι το σταυροδρόμι των λαών και των πολιτισμών και η τοπική μας Εκκλησία ευρίσκεται ενώπιον της προκλήσεως των καιρών. Ως ο γνήσιος φορεύς του ελληνικού πνεύματος οφείλει να καταθέση την ιδικήν της μαρτυρίαν και να ανανεώση την προσφοράν της εις Ανατολήν και Δύσιν.

Β. Προς τούτοις, στρέφομεν πρωτίστως τον νουν και την καρδίαν προς την Μητέρα και τροφόν αυτής της ευσεβείας την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως, αναπόσπαστον τιμάριον της οποίας τυγχάνει η θεόσωστος αύτη επαρχία, και η οποία, ουχί μόνον εκ της γειτνιάσεώς της προς την Βασιλεύουσαν αλλά και δια λόγους ιστορικούς αείποτε ήντλη παρ’ Αυτής την δύναμιν και το μεγαλείον της ορθόδοξου πίστεως.

Και τούτο διότι η Μήτηρ Εκκλησία δια μαρτυριών και μαρτυρίας εγένετο φως εν τη σκοτία φαίνον, λυχνία ακοίμητος συντηρήσασα και μεταδώσασα το φως του Χριστού, τράπεζα πνευματική, εκ της οποίας μετέλαβον έθνη και λαοί βρώσεως αθανάτου. Απέβη κέντρον διακονίας και ορθόδοξου μαρτυρίας, «οικουμενικόν κριτήριον» έφορος και κοινή σκέπη του Γένους και των ανά τον κόσμον Εκκλησιών, «ήλιος πανταχού διαυγάζων». Η οικουμενικότης της Μητρός Εκκλησίας είναι υπόθεσις διακονίας. Διακονίας πνευματικής. Διάκονος του ανθρώπου και του κόσμου και Πρώτος Διάκονος αυτών ο Οικουμενικός Πατριάρχης.

Αυτήν λοιπόν την ώραν διαδηλούμεν την αφοσίωσίν μας και την ευγνωμοσύνην μας προς την Μητέρα Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως και προς το πρόσωπον του σεμνού Πατριάρχου της κ.κ. Βαρθολομαίου, η διακονία του οποίου είναι ένα διαρκές κήρυγμα αγάπης, ειρήνης, ενότητος και ελπίδος και ομολογία φρονήματος σταυρικής θυσίας και μαρτυρίας.

Προς τούτοις, υπισχνούμεθα την πιστήν και αταλάντευτον τήρησιν και τον μετ’ ευλαβείας σεβασμόν προς τα υπό της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928 προβλεπόμενα «περί αναθέσεως των εν Ελλάδι επαρχιών του Οικουμενικού θρόνου εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος» αναγνωρίζοντες κατά την διοίκησιν αυτών ως ανώτατην εκκλησιαστικήν αρχήν την Ιεράν Σύνοδον της Ορθοδόξου Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος.

Γ. Μετά την Μητέρα Εκκλησίαν στρέφομεν τον νουν και την καρδίαν εις την Μητέρα Πατρίδα. Γεννηθείσα εις την ιστορίαν ως κοιτίς των υψίστων αξιών η Ελλάς, ως υπάτην έταξεν αποστολήν της τον υπέρ της ελευθερίας, του δικαίου και του αγαθού αγώνα, ο δε ηρωϊσμός της ελληνικής ψυχής είναι το υπό πάντων ανέκαθεν θαυμαζόμενον μεγαλείον του ελληνικού λαού.

Η Εκκλησία απ’ αιώνων υπήρξε συμπαραστάτις του Γένους μετ’ αυτού συμπορευόμενη τον δρόμον των ακανθών και των διωγμών και των αγώνων.

Ιδιαιτέρως εδώ, το ελληνικόν αίμα εν καιροίς δυσχειμέροις και ο ιδρώς του Έλληνος εν ημέραις ειρήνης και ευτυχίας επότισαν επί χιλιετίας της θρακικήν γην. Το ελληνικόν έθνος εις το χώρον αυτόν της Θράκης εμεγαλούργησεν δια μέσου των αιώνων ερμηνεύον με την λεπτότητα του πνεύματός του τας υψηλάς διδασκαλίας των φιλοσόφων και των Πατέρων και τας μετελαμπάδευσεν εις ολόκληρον τον κόσμον.

Ο φιλόγενης και φιλόπατρις της Θράκης λαός γνωρίζει και να αγωνίζεται και να υπερασπίζεται τα δίκαιά του. Τούτο άλλωστε, αποδεικνύει η μακραίωνη ιστορία του με εκατόμβας μαρτύρων. Ολόκληρος η ιστορία του, εξυφάνθη ανά τους αιώνας με αρραγή και μόνιμον στήμονα το «όχι» καθ’ οιασδήποτε και οποθενδήποτε προερχόμενης επιβουλής και απειλής.

Και ημείς προσωπικώς, αλλά και ως τοπική Εκκλησία, ακολουθούντες τοις ίχνεσι μυριάδος Ιεραρχών και κληρικών, αγωνισθέντων και θυσιασθέντων υπέρ πίστεως και πατρίδος, κορυφαίος των οποίων τυγχάνει ο Ιερομάρτυς Κύριλλος ο ΣΤ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο από Αδριανουπόλεως και εν Αδριανουπόλει μαρτυρήσας, δεν ηδυνάμεθα ουδ’ επ’ ελάχιστον της πορείας αυτής να παρεκκλίνωμεν υπηρετούντες παραλλήλως προς την Εκκλησίαν τα συμφέροντα του Γένους και της Πατρίδος.

Δ. Αναλαμβάνοντες τα καθήκοντα υμών υπό την προστασίαν των νόμων του Κράτους δηλούμεν κατά την επίσημον ταύτην στιγμήν και από της θέσεως ταύτης την διάθεσιν συνεργασίας με τας πολιτειακάς αρχάς, την τοπικήν αυτοδιοίκησιν, τον στρατόν και τους εκπαιδευτικούς προς όφελος του ευγενούς λαού μας. Θέλομεν επιδείξη ιδιαιτέραν μέριμναν και φροντίδα δια την στήριξιν, την πνευματικήν και την ηθικήν του ελληνικού στρατεύματος και των σωμάτων ασφαλείας, σε συνεργασίαν με τας αρμοδίας Διευθύνσεις Θρησκευτικού των Ενόπλων Δυνάμεων και της Ελληνικής Αστυνομίας.

Με αισθήματα αλληλεγγύης και σεβασμού χαιρετίζομεν την ενταύθα μουσουλμανικήν κοινότητα και τους εκπροσώπους της, ευαισθητοποιούμενοι εις την αναγκαιότητα ειρηνικής συμβιώσεως, συνεργασίας και συμπορεύσεως αμφοτέρων των θρησκευτικών κοινοτήτων δια την πρόοδον και την ευημερίαν του τόπου.

Ε. Ο θεσμός της οικογενείας, τον οποίον καθηγίασεν ο Κύριος εις τον εν Κανά γάμον, είναι η βασική προϋπόθεσις της υγιαινούσης κοινωνίας. Είναι το σχολείον εις το οποίον φοιτά κάθε άνθρωπος από τα πρώτα του βήματα εις την ζωήν. Είναι η «αγαθή γη» όπου καλλιεργείται η αρετή υφ’ όλας τας εκφάνσεις της και τηρούνται τα πατροπαράδοτα παραγγέλματα της χριστιανικής ηθικής.

Η οικογένεια εκπληροί εις τον κόσμον έργον υψηλόν, άγιον, αντάξιόν της ιερότητος της Δημιουργίας του κόσμου υπό του Δημιουργού. Μέσα εις το γλυκύ και γόνιμον θάλπος της οικογενείας κυοφορείται το μέλλον της κοινωνίας. Δια τούτο, ορθώς ελέχθη ότι «η οικογένεια είναι το κύτταρον και η ζωηφόρος πηγή της ανθρωπότητος, του έθνους και της Εκκλησίας».

Και επειδή εις τας ημέρας μας η αξία της οικογένειας αμφισβητείται η Εκκλησία έχει καθήκον να στηρίξη την οικογένειαν και μάλιστα την χριστιανικήν. Μέσα εις την γαλήνην και αγιότητα της οικογενειακής εστίας κυοφορούνται και αναπτύσσονται αι αρεταί της ευσέβειας, της αλληλεγγύης, της ομονοίας και του σεβασμού. Ιδιαιτέρως εις τον ευαίσθητον χώρον της Θράκης η Εκκλησία αγωνιώσα οφείλει να καταθέση την ιδικήν της συμβολήν εις την ενίσχυσιν της χριστιανικής οικογενείας και την αντιμετώπισιν του υφιστάμενου δημογραφικού προβλήματος, με κάθε πρόσφορον μέσον και πάση θυσία, ηθικώς και υλικώς.

Και μετά, την οικογένειαν η νεολαία του τόπου μας. Για σας τους νέους και τις νέες της Μητροπολιτικής μας περιφέρειας από της σήμερον σας υπόσχομαι ότι θα αποτελήτε το αντικείμενον της ολοκαρδίου προσευχής μας και της ποιμαντορικής μας ευθύνης και μερίμνης, διαβεβαιούντες ότι εις το πρόσωπον του Επισκόπου σας θα εύρητε αγάπην πατρικήν και ενδιαφέρον αληθές και ανεξάντλητον δι’ όλα σας τα προβλήματα και προθυμίαν εξυπηρετήσεως δι’ όλων των δυνάμεών του.

Και νυν επί τον λόγον της ευχαριστίας ήκοντες, πρώτιστα πάντων την βαθύτατην υποβάλλομεν ευγνωμοσύνην τω επευλογούντι ημάς Μακαριωτάτω Αρχιεπισκόπω Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κυρίω Ιερωνύμω τω β , ο οποίος πλέον η έκδηλον ποιούμενος την αγάπην και πρόνοιαν αυτού υπέρ της ευσεβούς ταύτης επαρχίας, αλλά και την πολλήν αυτού ευμένειαν προς την ημετέραν ελαχιστότητα, ηυδόκησεν ίνα τιμήση και αγιάση την επίσημον ημέραν ταύτην δια της ιεράς αυτοπροσώπου παρουσίας του. Η μεγάλη και αγαθή πρωθιεραρχική Σας συγκατάβασις,

Μακαριώτατε, πληροί χαράς και γαλήνης τας καρδίας πάντων και μεγάλως ενισχύει ημάς εις τον προκείμενον υμίν αγώνα. Εκ του σύνεγγυς από ετών παρακολουθών την διακονίαν Σας εγενόμην μάρτυς των υψηλών οραματισμών Σας, των γνωστών και αγνώστων υπέρ της Εκκλησίας αγώνων Σας, της ανιδιοτελούς πολιτείας Σας, της αστείρευτου δημιουργικότητός Σας και του φωτεινοτάτου δι’ εμέ παραδείγματός Σας. Δια την ελαχιστότητά μου η Υμετέρα Σεπτή Κορυφή θα είναι οδηγός φωτεινός, βακτηρία και παράκλησις εσαεί, όπως μέχρι της σήμερον εσμιλεύθη αυτή η εγγύτης των καρδιών μας από την Πρόνοιαν του Θεού και τας περιστάσεις των χρόνων. Τα έτη Σας είησαν πολλά Μακαριώτατε.

Βαθυτάτην τιμήν καταθέτω εις τον Σεβ. Μητροπολίτην Πριγκηποννήσων κ. Ιάκωβον, τον εκπρόσωπον της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και της εν Κων/λει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, γνώριμον από τριακονταετίας περίπου, πιστόν φίλον και στοργικόν αδελφόν, ο οποίος από πολύ ενωρίς ενέπνευσεν εις εμέ τον σεβασμόν προς την Μητέρα Εκκλησίαν και με εδίδαξε με το ήθος, την ευγένειαν, την αξιοπρέπειαν και την τετιμημένην διακονίαν του.

Εν συνεχεία θερμάς ευχαριστίας εκφράζω προς το σύνολον της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος παρά της οποίας εψηφίσθην ο ελάχιστος, κανονικός Μητροπολίτης της θεοσώστου, ιστορικής και παλαιφάτου Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, και προς άπαντας τους Σεβασμιωτάτους και Θεοφιλεστάτους Αρχιερείς, οι οποίοι ευηρεστήθησαν να παραστούν εις την Ιεράν αυτήν τελετήν, συμπροσευχόμενοι και τιμώντες δια της υψηλής παρουσίας των την ελαχιστότητά μου.

Ιδιαιτέρως ευγνώμονα αφοσίωσιν και ευγνωμοσύνην αναφέρω εις τον Γέροντά μου Σεβ. Μητροπολίτην Τρίκκης και Σταγών κ. Αλέξιον, ευμνήμων των πολλών υπέρ εμού ευεργεσιών του από νεαράς ηλικίας μέχρι σήμερον και της σταθεράς και ακλονήτου συμπαραστάσεώς του και της στοργικής του μερίμνης εις τας δυσκολίας της ιερατικής και αρχιερατικής μου διακονίας.

Οφειλετικώς ευχαριστώ τον Σεβ. Μητροπολίτην Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Δαμασκηνόν, Τοποτηρητήν της Ιεράς Μητροπόλεως, δια την προσενεχθείσαν διακονίαν του εν αυτή κατά το μεσολαβήσαν διάστημα, από τον χρόνον της προς Κύριον εκδημίας του μακαριστού προκατόχου ημών Μητροπολίτου κυρού Νικηφόρου μέχρι της σήμερον, και δια την γενομένην προετοιμασίαν της ενθρονίσεως.

Εξαιρετικήν τιμήν περιποιεί εις ημάς σήμερον η εν μέσω ημών παρουσία του Σεβ. Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, ο οποίος επί τριακονταετίαν (1974-2004) συνέδεσεν το όνομά του με την Θράκην και ηγωνίσθη υπέρ των δικαίων αυτής, ως ποιμενάρχης της ομόρου Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, υπερμαχών και προβάλλων παντί σθένει τα της πίστεως θέσμια και τα της πατρίδος όσια. Άλλωστε συνεδέθη με τον τόπον αυτόν κατά το παρελθόν χρηματίσας Τοποτηρητής επί ικανόν χρόνον της Ιεράς ταύτης Μητροπόλεως.

Όλως ιδιαιτέρως εκφράζω θερμάς ευχαριστίας προς τους μακρόθεν ελθόντας Σεβασμιωτάτους και Πανιερωτάτους αδελφούς των οποίων η φιλία με τιμά από ετών και η παρουσία των σήμερον με ενισχύει και με εμψυχώνει μεγάλως, και αποδεικνύει δια μίαν εισέτι φοράν την ενότητα των ανά τον κόσμον Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Αγάπην αδελφικήν αποδίδω, μετά συγκινήσεως, εις τον ιερόν κλήρον και τους ευσεβείς χριστιανούς της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, παρά τη οποία επί δεκαπενταετίαν διηκόνησα ως Βοηθός Επίσκοπος. Η Πρόνοια του Θεού και ο χρόνος μας συνέδεσαν με ακατάλυτους πνευματικούς δεσμούς και από τους οποίους μόνον αγαθάς αναμνήσεις έχω. Ευχαριστών άπαντας, κλήρον και λαόν, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών δια την συμπαράστασιν και την αγάπην τους εύχομαι εις όλους η χάρις, η ευλογία και η δύναμις του Θεού να τους συνοδεύει με την υπόσχεσιν ότι πάντοτε θα προσεύχωμαι δια την πρόοδόν τους και την ευτυχίαν τους.

Ενθέρμως ευχαριστώ δια την τιμητικήν παρουσίαν τους την Ευγενεστάτην Υπουργόν Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καν Άνναν Διαμαντοπούλου, εκπροσωπούσαν την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, τον Νομάρχην Έβρου, τον Έπαρχον Βορ. Έβρου, τους Βουλευτάς Έβρου, τον Δήμαρχον Διδυμοτείχου, δια την φιλόφρονα και θερμήν υποδοχήν του, και τους λοιπούς Δημάρχους της Μητροπολιτικής μας περιφέρειας, τον Στρατηγόν, τους εκπεδευτικούς, και άπαντας τους εκπροσώπους των τοπικών συλλόγων και σωματείων και φορέων, ευελπιστών εις την συνεργασίαν μας, δια την πρόοδον και την ευημερίαν του τόπου.

Ιδιαιτέραν ευαρέσκειαν και ευχαριστίαν εκφράζομεν προς τον Αιδεσιμολογιώτατον Πρωτοπρεσβύτερον Κωνσταντίνον Σουργουτσίδην, Γενικόν Αρχιερατικόν Επίτροπον της Ι.Μ. Διδυμοτείχου, δια την εύορκον και αφοσιωμένην διακονίαν αυτού παρά τω μακαριστώ Προκατόχω ημών και δια τον ον, από της ημέρας της τελευτής αυτού μέχρι της σήμερον, επεδείξατο ζήλον, ακρίβειαν, αφοσιωμένην προθυμίαν και σοβαρότητα εις την εκτέλεσιν των εντολών του Σεβ. Τοποτηρητού Μητροπολίτου Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Δαμασκηνού, ως και δια τους ους απηύθυνεν ημίν λόγους, εκ προσώπου του ιερού κλήρου και του λαού της θεοσώστου ταύτης επαρχίας.

Ωσαύτως ευχαριστίαν εκφράζομεν και εις τον Πανοσιολογιώτατον Αρχιμανδρίτην Βαρθολομαίον Αστεριάδην, Αρχιερατικόν Επίτροπον Ορεστιάδος δια την συμβολήν του εις την προετοιμασίαν της ενθρονίσεως.

Από καρδίας, προς τούτοις, επιθυμώ να προσθέσω την ευγνωμοσύνην μου εις εκείνους οι οποίοι μου εχάρισαν το ζην και το ευ ζην, τους γονείς μου Απόστολον και Γεωργίαν. Φιλώ το χέρι της συμπροσευχομένης ημίν μητρός μου και ευσεβάστως αιτούμαι την εξ ουρανού ευλογίαν του πατρός μου. Η ευχή των ας με συνοδεύη εις την νέαν μου διακονίαν.

Πριν δε ολοκληρώσω όμως τον εκτενή αυτόν λόγον επιθυμώ αξιοχρέως να μνημονεύσω όλων εκείνων των οποίων αι ψυχαί ευρισκόμενοι εις τον ουρανόν συμμετέχουν εις το εξαιρετικόν αυτό γεγονός της τοπικής Εκκλησίας, επευλογούσαι την ταπεινήν μας ενταύθα διακονίαν.

Πρωτίστως στρέφω την σκέψιν μου εις τον μακαριστόν Αρχιεπίσκοπον Σεραφείμ, η εύνοια και η αγάπη του οποίου με ανέδειξε εις τα ύπατα της Εκκλησίας αξιώματα του Αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου και του Επισκόπου και η μακάρια ψυχή του οποίου ασφαλώς συνευφραίνεται σήμερον, διδαχθείς παρ ατο το γνήσιον εκκλησιαστικόν ήθος και την αυθεντικότητα εις τας διαπροσωπικάς σχέσεις.

Μνημονεύω ωσαύτως του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, παρ’ ω επί δεκαετίαν υπηρέτησα ως Βοηθός Επίσκοπος, εμπνεόμενος πολλά από την μαχητικότητα και τον ζήλον του δια την Εκκλησίαν.

Μνημονεύω του μακαριστού Μητροπολίτου Δράμας κυρού Διονυσίου, χειροτονηθείς παρ’ αυτού εις τον τρίτον βαθμόν της ιερωσύνης και ευεργετηθείς υπ’ αυτού πολλαπλώς και πολυτρόπως.

Μνημονεύω επίσης των μακαρία τη λήξει αοιδίμων προκατόχων ημών των κλεϊσάντων τον Αρχιερατικόν τούτον θρόνον Κωνσταντίνου Βαφείδου και του διαδόχου αδελφού του Φιλαρέτου Βαφείδου, σπουδαίου ιστορικού και λίαν γνωστού δια το συγγραφικόν του έργον, Ιωακείμ Σιγάλα, Κωνσταντίνου Πούλου, Αγαθαγγέλου Ταμπουρατζάκη, του μετά ταύτα Νέας Σμύρνης, μετά του οποίου συνεδέθην πνευματικώς άμα τη εισόδω μου εις τον ιερόν κλήρον και ο οποίος επεθύμη διακαώς την πρόοδο της ελαχιστότητος μου, μάλιστα δε του άμεσου προκατόχου μου και προσφάτως εκδημήσαντος προς Κύριον κυρού Νικηφόρου Αρχαγγελίδη, εκδαπανήσαντος εαυτόν εις την διακονίαν της τοπικής Εκκλησίας, κορυφαίον έργον του οποίου, μεταξύ πολλών άλλων, τυγχάνει ο περικαλλής αυτός Ναός της Ελευθερώτριας, τον οποίον ανήγειρεν εκ βάθρων και εξωραΐσε αόκνω φροντίδι, κόπω, μόχθω και μερίμνη αυτού. Η μνήμη αυτών έστω αγήρως και αιωνία.

Τέλος, ολοψύχως ευχαριστώ ανεξαιρέτως άπαντας, τους εξ εγγύς η μακρόθεν ελθόντας, κληρικούς και λαϊκούς, δι’ όλας τας προς την ελαχιστότητά μου εκδηλώσεις της τιμής, του σεβασμού, και της αγάπης.

Και νυν τον λόγον κατακλείοντες, ίνα των έργων επιληφθώμεν, καλώ πάντας εις τον σύνδεσμον της αγάπης δίδων τον ασπασμόν της ειρήνης. «Ειρήνην… δίδωμι υμίν» (Ιω. 14,27) «και η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν φρουρήσει τας καρδίας υμών και τα νοήματα ημών εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. 4,7)

Το λοιπόν, αδελφοί ειρηνεύετε εν εαυτοίς, προς αλλήλους και προς πάντας ανθρώπους. «Το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύετε» (Ρωμ. 12,18) και «ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ’ υμών» (Φιλιπ. στ ,9).

Ειρήνη πάσι. «Φως Χριστού φαίνει πάσιν υμίν» πάσας τας ημέρας της ζωής υμών. Αμήν.

πηγη: Ρομφέα

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ

'Εβρος της Θράκης αδελφός, της Θράκης παλικάρι,

σταυραϊτός ακοίμητος και κάστρινο αγκωνάρι.

Φεγγοβολούν στα πόδια του, του Αιγαίου τ' ακρογιάλια

και της Αλεξανδρούπολης ο Φάρος τα καράβια.

Αντώνιος Λεονταρίδης

Ο Αντώνιος Λεονταρίδης, οι περισσότεροι απόγονοι του οποίου διαμένουν σήμερον εν Αλεξανδρουπόλει, εγεννήθη το 1865 εις Μαρώνειαν της Δυτικής Θράκης. Κατά τα νεανικά έτη της ηλικίας του απεδήμησεν εις την Οδησσόν της Ρωσίας, ένθα επιδοθείς εις το εμπόριον εδημιούργησεν μεγάλην περιουσίαν. Ακολούθως επανήλθεν εις την γενέτειράν του και εγκατασταθείς εις την Αλεξανδρούπολιν (ονομαζομένην τότε Δεδέαγατς) συνέχισεν ενταύθα την εμπορίαν.

Ο Αντώνιος Λεονταρίδης γαλουχημένος με τα νάματα της Ορθοδόξου Χριστιανικής θρησκείας μας, τας εθνικάς μας παραδόσεις και την Μεγάλην Ιδέαν του Έθνους και επιθυμών να παράσχη την συνδρομήν του δια την ταχυτέραν πραγματοποίησιν των ονείρων του Γένους διέθεσεν, παραλλήλως προς την αποκατάστασιν των τέκνων του, μέγα μέρος της περιουσίας του δια την αποπεράτωσιν του ανεγειρομένου τότε εν Αλεξανδρουπόλει μεγαλοπρεπούς Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου, ανήγειρεν δε το 1907 καθ' ολοκληρίαν ιδίαις δαπάναις την «Λεονταρίδειον Ελληνικήν Αστικήν Σχολήν Αρρένων» Αλεξανδρουπόλεως δια την μόρφωσιν και εν γένει πνευματικήν καλλιέργειαν των Ελληνοπαίδων της υποδούλου τότε Αλεξανδρουπόλεως και της περιφερείας της.

Ο Αντώνιος Λεονταρίδης, ου μόνον ανήγειρεν ιδίαις δαπάναις την αποτελουμένην εκ συγκροτήματος τριών κτιρίων, χρησιμοποιηθέντων μέχρι σήμερον ως διδακτηρίων αρχικώς μεν της Σχολής Αρρένων εν συνεχεία του μικτού Γυμνασίου, νυν δε του Γυμνασίου Θηλέων και του Γ' Δημοτικού Σχολείου, «Λεονταρίδειον Ελληνικήν Αστικήν Σχολήν» Αλεξανδρουπόλεως, αλλά προς τούτοις κατέλιπεν δια διαθήκης του(6) δύο χιλιάδας Οθωμανικάς χρυσάς λίρας, δέκα εξ χρεώγραφα του Ελληνικού Δημοσίου κατατεθειμένα εις την Εθνικήν Τράπεζαν ως και τα έσοδα ενός καταστήματός του δια την εκ των προσόδων των συντήρησιν και λειτουργίαν της Σχολής.

(6) Το απόσπασμα της διαθήκης του Αντωνίου Λεονταρίδου, δια της οποίας καθιστά γενικούς κληρονόμους την «Λεονταρίδειον Ελληνικήν Αστικήν Σχολήν Αρρένων» και την σύζυγόν του έχει ως ακολούθως:

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Επί πάσης της λοιπής περιουσίας μου, την οποίαν κατά νόμον έχω τα δικαίωμα να διαθέσω ως βούλομαι, εγκαθιστώ και διορίζω γενικούς μου κληρονόμους την αγαπητήν μου σύζυγον Ευανθίαν το γένος Δελημιχάλη και την εν Δεδέαγατς Λεονταρίδειον Ελληνικήν Αστικήν Σχολήν Αρρένων.

Εις την ως άνω Λεονταρίδειον Σχολήν καταλίπω λίρας Οθωμανικάς δύο χιλιάδας (αριθμ. 2.000), αίτινες δέον να κατατεθώσιν επ’ ονόματι αυτής εις την Εθνικήν Τράπεζαν της Ελλάδος υπό τον όρον ίνα λαμβάνη τους τόκους αυτών η σύζυγός μου εφ' όσον ζή και μετά τον θάνατον αυτής λαμβάνη, τους τόκους η Εφορία των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Δεδέαγατς και δαπανά δια τας ανάγκας της Λεονταριδείου Σχολής, του κεφαλαίου μένοντος εις το διηνεκές αθίκτου.

Εις την αυτήν Λεονταρίδειον Σχολήν καταλείπω οκτώ (8) μετοχάς του Ελληνικού Εθνικού Δανείου του 1881 και ετέρας οκτώ (8) του Ελληνικού Εθνικού Δανείου του 1887, τας οποίας και κατέθεσα ήδη εις την Εθνικήν Τράπεζαν της Ελλάδος αναπαλλοτριώτους επ’ ονόματι των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων της πόλεως Δεδέαγατς, υπό τον όρον ίνα. εφ' όσον ζω λαμβάνω τα τοκομερίδια αυτών, μετά δε τον θάνατον μου λαμβάνει αυτά η Εφορία των Εκπαιδευτηρίων δια τας ανάγκας της Λεονταριδείου Σχολής.

Εις την αυτήν Λεονταρίδειον Σχολήν αφήνω τα εισοδήματα, του ιδιοκτήτου μου μαγαζιού επί γηπέδου της Εταιρείας των Ανατολικών Σιδηροδρόμων... Τα ως άνω ποσά αφήνω εις την Λεονταρίδειον Σχολήν, ην και ζών δια δαπάνης χιλίων οθωμανικών λιρών ωκοδόμησα εκ θεμελίων, προς υποστήριξιν της Παιδείας και προς αφορμήν μιμήσεως και εκ μέρους άλλων

ΣΧΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ

Σχολή Αλεξανδρουπόλεως (Δεδέ- Α γ ά τ ς)

Η Σχολή Αλεξανδρουπόλεως ιδρύθη το 1860(3) ήτοι μετά εξαετίαν από της κατά το 1860 ιδρύσεως της πόλεως. Η Σχολή περιέλαβεν γυμνάσιον πλήρες μετά δημοτικών σχολείων εξυπηρετούσα επαρκώς τας πνευματικάς ανάγκας της πόλεως και της περιοχής.

(3) «Θρακικά», τόμος Γ΄, Παράρτημα, σελ. 68.


Σχολή Διδυμοτείχου

Η Σχολή προϋφίστατο της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Μετά την Επανάστασιν εδίδαξαν εις την Σχολήν οι Γεώργιος Λογοθετίδης, Γεώργιος Περραιβός, Ευάγγελος Παπαδόπουλος, Χριστόδουλος Πρωτοψάλτης, Γεώργιος Παρίδης, Περικλής Βλαχόπουλος, Κωνσταντίνος Αθανασιάδης, Κωνσταντίνος Παπαγιαννόπουλος, Αλέξανδρος Γεωργίου, Ευάγγελος Πρωτοπαπάς, Γεώργιος Βαφείδης και άλλοι.


ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΡΑΚΗΣ - ΕΒΡΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡ' ΕΒΡΟΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

( ΜΥΘΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ - 1365 μ. Χ. )

Η ιστορία των παρ' Έβρον περιοχών, από των μυθικών - ηρωικών χρόνων μέχρι του 1365 μ.Χ. διαγράφεται κοινή προς την λοιπήν Θράκην, χαρακτηρίζεται από τα: αυτά κατά εποχάς γνωρίσματα και συναδελφώνεται με την ιστορικήν πορείαν του Ελληνισμού κατά τας μεγάλας κοσμοϊστορικάς του παρουσιάσεις. Δεν πρόκειται περί ιδιαιτέρας Ιστορίας, αλλά περί απλώς συμβατικής διαιρέσεως, δια να δειχθή η συμμετοχή των παρ' Έβρον περιοχών εις την Εθνικήν ζωήν της πατρίδος μας. Ακολουθούμεν και εδώ την αυτήν προς την Θράκην κατά περιόδους εξέτασιν.

α) Κατά τους μυθικούς - ηρωικούς χρόνους (1500 - 800 π.Χ.) αι παρ' Έβρον περιοχαί μετέχουν εις τον ακμαίον Θρακικόν πολιτισμόν με κοινά ήθη, έθιμα, νόμους, εφ' όσον τα Θρακικά φύλα διατηρούν ακόμη εις μέγιστον βαθμόν τον τρόπον ζωής της Ινδοευρωπαϊκής - Αρίας ομοεθνίας. Κατά τους χρόνους αυτούς η επαφή των λοιπών Ελλήνων και των κατοίκων των παρ' Έβρον περιοχών επιτελείται εις τα κέντρα των λατρευτικών εκδηλώσεων, κατ' εξοχήν δε εις την Σαμοθράκην. Εδώ δια της λατρείας των Καβείρων θεών, Αλκύωνος και Ευρυμέδοντος, των οποίων η μητέρα ήτο Θράσσα, η μυστηριακή Θρησκεία των Θρακών και η πνευματική καλλιέργεια μετεδίδετο εις τους λοιπούς Έλληνας, εφ' όσον «έκαστος Έλλην εθεώρει απαράβατον καθήκον εις την ζωήν του να παρευρεθή τουλάχιστον μίαν φοράν εις την θρησκευτικήν πανήγυριν της Ελευσίνος ή Σαμοθράκης»(12). Κατάλοιπον του μεγαλείου των ηρωικών χρόνων της νήσου αποτελούν τα πελασγικά της τ ε ί χη, πελώριοι επιβλητικοί Βράχοι, φύλακες του Μύθου. Αι πρώται επαφαί Θρακών και λοιπών Ελλήνων εις τας παρ' Έβρον περιοχάς εδηλώθησαν με αντιστοίχους προς την άλλην Θράκην μύθους και συμβολισμούς. Ο μύθος της Αργοναυτικής εκστρατείας, η διάδασις δια των Συμπληγάδων Πετρών, η μεταγενέστερα παράδοσις περί Ορεστιάδος και Ορέστου, ο οποίος εξηγνίσθη λουσθείς εις την συμβολήν των τριών ποταμών Έβρου, Αρτίσκου και Τόντζου και ίδρυσεν την ομώνυμον πόλιν, ο μύθος περί του βασιλέως της Αίνου Πόλτυος, ο οποίος εφιλοξένησε τον Ηρακλέα, είναι συμβολισμοί της αρχαιοτάτης σχέσεως των κατοίκων παρά τον Έβρον και των άλλων Ελλήνων. Ονόματα Μυθικών Βασιλέων και ηρώων, όπως Κάσσανδρος, Πολυμήστωρ, Πείρος, Ιμβρασίδης, Μάρων, πόλεις αναφερόμεναι υπό του Ομή­ρου και προ αυτού ιδρυθείσαι, όπως Αίνος, Ίσμαρος, Ουσκουδάμα, τα «Σαμοθρηΐκια τείχη», δηλ. αι πόλεις Σάλη, Ζώνη, Σέρρειον, Μεσημβρία, είναι τεκμήρια της ακμής των περιοχών του Έβρου κατά τους Μυθικούς χρόνους.

β) Κατά τους ιστορικούς χρόνους (800 — 350 π.Χ.) αι παρ' Έβρον περιοχαί δέχονται την διείσδυσιν του Ελ­ληνικού πολιτισμού, καθώς και η λοιπή Θράκη. Έλληνες άποικοι εγκαθίστανται κατά μήκος των Θρακικών παραλίων και φέρουν τον τρόπον διοικήσεως και ζωής των μητροπόλεών των. Μαρώνεια (540 π.Χ.), Αίνος, Άψινθος, Αφροδισιάς και κατά μήκος της Θρακικής Χερσονήσου Ελέους, Μάδυτος, Σηστός, Καλλίπολις, Πακτύη, άλλαι παλαιαί πόλεις και άλλαι νέαι, με τους αποίκους Έλληνας γίνονται εμπορικοί λιμένες αξιόλογοι και πολιτιστικά κέντρα ονομαστά. Το νέον στοιχείον του Ελληνισμού, εισχωρεί εις το εσωτερικόν, δημιουργούνται αι συνομοσπονδίαι, τα καλούμενα «κοινά», με σπουδαιότερον «κοινόν» το περιλαμβάνον τας αποικίας Ελεούντος, Μαδύτου, Σηστού κ.ά. Η Ελληνική γλώσσα γίνεται επίσημος γλώσσα και επικρατεί τόσον, ώστε αργότερον ο Δαρείος ο Α' εκστρατεύων κατά των Σκυθών (531 π.Χ.) εις τας πηγάς του πόταμου Τεάρου έστη­σε στήλην με Ελληνικήν και Περσικήν επιγραφήν. «απίκετο ελαύνων επί Σκύθας στρατού ανήρ άριστος τε και κάλλιστος, Περσέων τε και πάσης ηπείρου βασιλεύς» (13). Τα ισχυρά παρά τον Έβρον Θρακικά φύλα, Βέσσοι, Κορπίλοι, Κίκονες, Οδρύσαι έχουν να επιδείξουν δραστηριότητα και συμμετοχήν εις τον εκπολιτισμόν της Θράκης.

Ακολουθεί η εκστρατεία του Δαρείου του Α' κατά της Σκυθίας. Αι παρ' Έβρον περιοχαί δέχονται πρώται την Περσικήν κατάκτησιν. Αι πηγαί του ποταμού Τεάρου γίνονται επί τρεις ημέρας ο τόπος στρατοπεδεύσεως των Περσών. Η διάδασις από τον ποταμόν Α ρ τ ί σ κ ο ν μνημονεύεται υπό του Ηροδότου. Μετά την αποτυχίαν του Δαρείου εις Σκυθίαν, πριν διαπεραιωθή εις την Μ. Ασίαν, η πόλις Σηστός, της Θρακικής Χερσονήσου, γίνεται το τελευταίον στρατόπεδόν του.

Κατά την εκστρατείαν του Μαρδονίου εναντίον της Ελλάδος, το 493 π.Χ., την κοινήν μοίραν της Θράκης έχουν κατά πρώτον αι παρ' Έβρον περιοχαί. Δόλογκοι της Χερσονήσου ,Αψίνθιοι μεταξύ των ποταμών Μέλανος και Έβρου, Κίκονες και Σαπαίοι μεταξύ Έβρου και Νέστου υφίστανται λεηλασίας και κακώσεις από τον στρατόν των Περσών. Απέτυχεν όμως και αυτή και η νέα εκστρατεία του Ξέρξου ευρίσκει τας παρ' Έβρον περιοχάς υπό νέαν πάλιν δοκιμασίαν. Ο Ξέρξης διέρχεται δια της χώρας των Αψινθίων, προχωρεί εις την Αίνον και την Στεντορίδα λίμνην, στρατοπεδεύει εις τον Δορίσκον, πεδιάδα με ομώνυμον Φρούριον, το οποίον ίδρυσεν ο Δαρείος το 512 π.Χ., και εδώ κάμει την αλαζονικήν καταμέτρησιν του στρατού του. Καταλείπει υπάρχον τον «Μασκάμην τον Μεγαδόστεω», διαβαίνει τας παρ' Έβρον πόλεις Σάλην, Ζώνην, Σέρρειον, Μεσημβρίαν, κα­τακτά τα Θρακικά φύλα, πλην των Σατρών, τμήμα των οποίων ήσαν οι παρ' Έβρον Θράκες Βέσσοι. Μετά την ήτταν του Ξέρξου και την αποχώρησιν εκ της Ελλάδος αι παρ' Έβρον περιοχαί απελευθερώνονται. Το σημαντικώτερον παρά τον Έβρον φύλον κατά τους ιστορικούς χρόνους, των Οδρυσών, έχει να επιδείξη πολιτικήν δραστηριότητα, η οποία κορυφούται κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον. Βασιλείς αυτών, όπως Τήρης, Σιτάλκης ο Α', Σεύθης ο Α', Κότυς ο Α', Αμάδοκος, Κερσοβλέπτης κ.ά. έμειναν εις την ιστορίαν.

γ) Κατά την περίοδον από 350 π.Χ. — 330 μ.Χ. αι παρ' Έβρον περιοχαί μετά της λοιπής Θράκης μετέχουν εις την ζωήν του Μακεδονικού Κράτους. Ο Φίλιππος ο Β' υποτάσσει τα Θρακικά φύλα και το σπουδαίον Βασίλειον των Οδρυσών. Ακολουθεί μακρά περίοδος ειρηνικής ζωής. Ο Μέγας Αλέξανδρος, ολίγον αργότερον, δέχεται την βοήθειαν του Σιτάλκου και του ιππικού του εις την προετοιμαζομένην εκστρατείαν. Η περιοχή του Μέλανος ποταμού και εν συνεχεία αι πόλεις Αφροδισιάς, Σηστός, Ελεούς είναι οι τελευταίοι Ευρωπαϊκοί σταθμοί του στρατού των Μακεδόνων. Ματαίως ο βασιλεύς των Οδρυσών Σεύθης ο Γ' εγείρει εις αποστασίαν κατά του Μ. Αλεξάνδρου τα παρ' Έβρον φύλα Βεσσών και Κορπίλων. Και πάλιν η ειρήνη αποκαθίσταται το 330 π.Χ. και η Θράκη όλη επιδίδεται εις το ειρηνικόν της έργον. Τότε και καθ' όλην την διάρκειαν των Ελληνιστικών χρόνων κορυφούται η πνευματική καλλιέργεια των παρ' Έβρον περιοχών. Η ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά ονόματα, αι συνήθειαι είναι πολύ διαδεδομένα, όπως μαρτυρούν επιγραφαί «ακόμη και εις την άνω κοιλάδα του Έβρου, ως δεικνύει επιγραφή του 3ου π.Χ. αιώνος» (14). Μετά την εισβολήν εις την Θράκην των Γαλατών και την διαπεραίωσίν των εις Μ. Ασίαν, το 197 π.Χ. αι παρ' Έβρον πόλεις Αίνος και Μαρώνεια καταλαμβάνονται από τον Φίλιππον τον Ε'.

Εις την επακολουθήσασαν σύγκρουσιν Μακεδόνων και Ρωμαίων αι παρ' Έβρον περιοχαί δια του Βασιλέως των Οδρυσών Κότυος του Β' μετέχουν εις την μάχην της Πύδνης παρά το πλευρόν του Μακεδόνος Περσέως, υπο­τάσσονται εν συνεχεία εις τους Ρωμαίους με σχετικήν όμως ελευθερίαν. Κατά την περίοδον ταύτην η φυλή των Βέσσων επαναστατεί εναντίων των Ρωμαίων και των Θρακών βασιλέων, οι οποίοι διετέλουν υπό Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν, και μετά πολυετείς αγώνας αρχικώς νικηφόρους καταβάλλεται (7 π.Χ.). Η σχετική ελευθερία των παρ' Έβρον περιοχών επέτρεψε μίαν πρωτοφανή εξελληνιστικήν κίνησιν και εν γένει πνευματικήν καλλιέργειαν, η οποία κορυφούται επί της Βασιλείας Κότυος του Δ' και Κότυος Ε' μεταξύ των ετών 12 — 28 μ. Χ. Πρωτεύουσα του Κράτους των η Βιζύη. Εις αυτήν συρ­ρέουν ρήτορες λογοτέχναι, ζωγράφοι, μουσικοί, ο ίδιος ο Κότυς Ε' χαρακτηρίζεται ως ο μόνος εστεμμένος ποιητής της αρχαιότητος. «Και μετά τον Κότυν Δ' εξηκολούθησεν ο εξελληνισμός της χώρας ραγδαίως, ότε δε μετά τίνα έτη η Θράκη είχεν αποβή Ρωμαϊκή Επαρχία, ευρέθη αυτή τελείως εξελληνισμένη. Τα Θρακικά γένη αφήκαν τας τοπικάς των ονομασίας και συνεχωνεύθησαν όλα εις εν ομοιογενές Έθνος, το Ελληνικόν»(15). Κατ' αυτόν τον τρόπον εξηγείται πώς πόλεις λαμπραί της Ρωμαϊκής περιόδου εις την Θράκην και τον Έβρον, όπως Αδριανούπολις, Τραϊανούπολις, Φιλιππούπολις, Βιζύη, Αυγούστη. Τραϊανή, Πλωτινούπολις κ.ά. ζουν δημόσιον και ιδιωτικόν βίον κατ' εξοχήν Ελληνικόν.

δ) Κατά την τελευταίαν υπό εξέτασιν περίοδον (330 - 1365 μ.Χ.), της ενδόξου Βυζαντινοκρατίας, αι παρ' Έβρον περιοχαί αποτελούν τον συμβολικόν χώρον της νίκης του Χριστιανισμού κατά της Ειδωλολατρείας, εφ' όσον εδώ, εις την πεδιάδα της Αδριανουπόλεως επετεύχθη η σημαντική νίκη του Κωνσταντίνου κατά του Λικινίου, αλλά και τον χώρον συνεχών επιδρομών των Βαρβαρικών φύλων. Η στενωτάτη γεωγραφική σχέσις προς την Βασιλεύουσαν υπεχρέωνε ηθικά τον Έβρον να ακολουθήση την κοινήν μοίραν του Βυζαντίου.

Η νέα διοικητική διαιρεσις της Θράκης δίδει σπουδαίον ρόλον εις τας παρ' Έβρον πόλεις, Αδριανούπολιν, Φιλιππούπολιν, Αίνον, διότι γίνονται πρωτεύουσαι μεγάλων Επαρχιών. Το πλήθος των Βαρβαρικών επιδρομών αναχαιτίζεται εις τα Βυζαντινά Κάστρα, άφθονα εις τας περιοχάς αυτάς. «Σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων από την Αλεξανδρούπολιν υπάρχουν τα χαλάσματα δέκα (10) τουλάχιστον Βυζαντινών οχυρών». (16)

Όλα τα Βαρβαρικά φύλα, τα οποία λεηλατούν την Θράκην φθάνουν μέχρι του Έβρου. Το 378 μ.Χ. Ούννοι και Γότθοι συγκρούονται με τον Αυτοκράτορα Ουάλεντα εις την ιστορικήν μάχην της Αδριανουπόλεως και αποκρούονται. Ολίγον αργότερον οι Οστρογότθοι υπό τον Αλάριχον λεηλατούν τον Έβρον. Το 395 μ.Χ. οι Γότθοι δια των παρ' Έβρον περιοχών φθάνουν μέχρι της Κωνσταντινουπόλεως. Το 441 μ.Χ. οι Ούννοι υπό τον Αττίλαν καταλαμβάνουν την Φιλιππούπολιν και Αρκαδιούπολιν και εξαναγκάζουν το Βυζάντιον εις συνθήκην. Το 545 μ.Χ. οι Σκλαβηνοί νικούν παρά την Αδριανούπολιν τους Βυζαντινούς και φθάνουν μέχρι του Αναστασιανού τείχους. Η νικηφόρος προέλασις του Βασιλείου του Β' του Βουλγαροκτόνου φέρει και εις τας παρ' Έβρον περιοχάς την ελευθερίαν.

Και όταν η Θράκη κατελήφθη από τους Σταυροφόρους Φράγκους (1204 μ.Χ.) αι παρ' Έβρον περιοχαί ως λεία των νικητών διαμελίζονται. Την Αδριανούπολιν λαμβάνουν οι Βενετοί, την Αίνον οι Γατελούζοι, το Διδυμότειχον οι Κουρτεναί κλπ. Αι νήσοι Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος υποφέρουν πολλά από τους Φράγκους. Με τας επιδρομάς των Καταλανών αι σφαγαί, αγοραπωλησίαι δούλων, αι δηώσεις είναι άνευ προηγουμένου. Μόνον μερικαί πόλεις Αδριανούπολις, Διδυμότειχον, χάρις εις τας φρουράς και τα κάστρα των αποφεύγουν την συμφοράν.

Ευρισκόμεθα ήδη εις τους τελευταίους χρόνους της Βυζαντινής Θράκης. Το 1348 — 49 μ.Χ. ο Σουλτάνος Ορχάν εξαπολύει από την Καλλίπολιν τα στίφη των Τούρκων μέχρι Μακεδονίας. Το 1359 μ.Χ. ο Σουλτάνος Μουράτ ο Α' αρχίζει την κατάκτησιν. Το Διδυμότειχον καταλαμβάνεται και γίνεται πρωτεύουσα του Ευρωπαϊκού Τουρκικού Κράτους. Το 1361 μ.Χ. ακολουθεί η Αδριανούπολις. Η γενναία άμυνα της Βυζαντινής Φρουράς εξουδετερώνεται και η Κωνσταντινούπολις χάνει τον λαμπρόν προμαχώνα της. Το 1363 μ.Χ. Φιλιππούπολις παραδίδεται εις τον στρατηγόν Λαλασσαχίν. Μόνον ολίγα μέρη των παρ' Έβρον περιοχών αγωνίζονται ακόμη. η Αίνος και η Σαμοθράκη. Με την κατάληψιν της πρώτης το 1456 μ.Χ. και της δευτέρας το 1462 μ.Χ. κλείει οριστικά η λαμπρά περίοδος της Βυζαντινής Ιστορίας. Η νέα τροπή των πραγμάτων θα εμφανίση εις την Θράκην και τον Έβρον τας προγονικάς αρετάς της καρτερίας και υπομονής κατ' αρχάς, της αγωνιστικότητος κατόπιν, και μέσα από τας ποικιλόμορφους αντιξόους συνθήκας θα κάμη να λάμψη ο νέος Ελληνισμός με το φωτοστέφανον του τραγικού και του ήρωος.

12. Γεωργίου Ι. Γιαννακάκης, Ιστορία Θράκης σελ. 21.

13. Ηροδ. IV, 91.

14. Νικηφόρου Μοσχοπούλου, Η Ελληνική Θράκη, Αρχ.. Θρ. Θησ. τόμ. ΙΕ', σελ. 56.

15. Γεωργίου Ι. Γιαννακάκη, Ιστορία Θράκης, σελ. 198.

16. Αγγέλου Ποιμενίδη, Μερικά στοιχεία από την Ιστορία της Θράκης, σελ. 37.


ΠΗΓΗ

Ads Inside Post

Comments system

Disqus Shortname

Flickr User ID