Το Διδυμότειχο (στα τουρκικά Dimetoka, βουλγαρικά Димотика) είναι πόλη της Δυτικής Θράκης με 8.374 κατοίκους, έδρα της ομώνυμης επαρχίας του νομού Έβρου.
Βρίσκεται σε απόσταση 90 χιλιομέτρων από την Αλεξανδρούπολη και μόνο 2 χιλιομέτρων από τα σύνορα της Τουρκίας. Είναι παλιά βυζαντινή πόλη. Το όνομά της το πήρε από τα διπλά τείχη της. Πιο παλιά η πόλη λεγότανε Πλωτινόπολη και βρισκόταν κοντά στο σημερινή πόλη του Διδυμότειχου, σε ένα βράχο που σήμερα λέγεται Αγία Πέτρα. **Στον λόφο της Αγίας Πέτρας αφθονούν τα σημαντικά ευρήματα, τα οποία συνήθως κατέληγαν στα χέρια επιτηδείων: αρχιτεκτονικά μέλη, αγάλματα, κοσμήματα, νομίσματα, αλλά και θολωτές κατασκευές, τάφοι, ψηφιδωτά κ.λ.π.. Πολλά από αυτά, τόσο νομίσματα όσο και γραπτές επιγραφές, αναφέρουν το εθνικό "Πώτινουπολ(ε)ίται", ενισχύοντας έτσι τη θέση της ταύτισης του λόφου της Αγίας Πέτρας με την Πλωτινούπολη. ... Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της ευρύτερης περιοχής αποτελεί Η Χρυσή Προτομή: Κατά το έτος 1965 στρατιώτες, οι οποίοι έσκαβαν χαρακώματα, βρήκαν τυχαία χρυσή προτομή γενειοφόρου άνδρα με κοσμημένο θώρακα. Το μέγεθος της προτομής είναι κατά τι μικρότερο του κανονικού, συνολικού ύψους 25cm. Φέρει τριγωνική οπή και παραμόρφωση στην αριστερή παρειά του προσώπου, η οποία προήλθε από κτύπημα σκαπάνης. Πρόκειται για ένα έργο σφυρήλατο, από καθαρό χρυσό 24 καρατίων, με πάχος ελάσματος 1mm και βάρους περίπου 1kg. Η προτομή πιστεύεται πως απεικονίζει τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο (191-221 μ.Χ.).**
Το Διδυμότειχο είναι σήμερα έδρα μητροπολίτη, δημοτικών σχολείων και άλλων δημόσιων υπηρεσιών. Στο Βυζάντιο ήταν τόπος για εξορία και φυλακή πολιτικών καταδίκων. Σώζονται ακόμα τα δεσμωτήρια που είχε φυλακιστεί ο βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος ΙΒ'. Το μεγάλο τζαμί στη πλατεία της πόλης είναι το αρχαιότερο τζαμί της Ευρώπης.
Η θέση – Το φυσικό περιβάλλον
Το Διδυμότειχο είναι χτισμένο στη συμβολή των ποταμών Έβρου και Ερυθροπόταμου, 950 χλμ ΒΑ της Αθήνας, 100 περίπου ΒΑ της Αλεξανδρούπολης και 80 από τα βουλγαρικά σύνορα. Ο Έβρος, φυσικό σύνορο της χώρας με την Τουρκία, ορίζει την πόλη ανατολικά και σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από 1 χλμ., ενώ ο Ερυθροπόταμος σχηματίζει τα δυτικά και νότια όριά της. Η σύγχρονη οικιστική εικόνα είναι αποτέλεσμα διαδοχικών επεκτάσεων του αρχικού ιστορικού πυρήνα της ακρόπολης που στεγάζει και σήμερα τη λεγόμενη παλιά πόλη στην κορυφή του ασβεστολιθικού λόφου που ονομάζουμε «Καλέ» ή «Κάστρο». Ο λόφος αυτός μαζί με το μικρότερο της Αγίας Πέτρας αποτελούν το δυτικό και νοτιοανατολικό αντίστοιχα όριο οικοδομικής δραστηριότητας του Διδυμοτείχου. Από τις πρώτες, άλλωστε, δεκαετίες του εικοστού αιώνα, ιδιαίτερα όμως μεταπολεμικά, το κέντρο βάρους της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής του τόπου έχει βαθμιαία μετατοπισθεί ανατολικά, στις οδούς Βενιζέλου και 25ης Μαϊου και στην αρτηρία από την κεντρική πλατεία μέχρι το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Η επιλογή των παραπάνω δρόμων υπαγορεύτηκε από συγκεκριμένες ανάγκες, εφόσον βρίσκονται δίπλα ή πάνω στην Εθνική Οδό που μαζί με τη Σιδηροδρομική Γραμμή προσδιορίζουν τους επικρατέστερους άξονες ανάπτυξης.
Στη φυσική-περιβαλλοντική διαμόρφωση του χώρου κυριαρχεί η κοιλάδα του Ερυθροπόταμου, που αναπτύσσεται κυρίως στα ΒΔ της πόλης, ενώ στα ΝΔ επικρατούν οι χαμηλοί ασβεστολιθικοί λόφοι που παρά την περιορισμένη τους βλάστηση παίζουν σημαντικό ρόλο στην κτηνοτροφία. Η εύφορη λωρίδα του ποταμού Έβρου στα Α της Σιδηροδρομικής Γραμμής και η λεκάνη του Ερυθροπόταμου που προαναφέραμε, εμφανίζουν εδάφη υψηλής παραγωγικότητας και φιλοξενούν το σύνολο σχεδόν της γεωργικής δραστηριότητας του πληθυσμού. Μικρότερης απόδοσης εκτάσεις εντοπίζονται και στα Β της σύγχρονης πόλης. Σε κάποια απόσταση από τη Δ και Β πλευρά της συναντούμε τις σπουδαιότερες δασικές εκτάσεις με ξεχωριστή σημασία το δασάκι «Τσίγλα» στα νότια, φυσικός πνεύμονας για την περιοχή αλλά και οικοσύστημα ειδικού ενδιαφέροντος.
Τα σπήλαια
Ξεχωριστό ενδιαφέρον εμφανίζουν τα δύο φυσικά σπήλαια που εντοπίστηκαν και εξερευνήθηκαν σ’ένα μεγάλο τμήμα τους στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία. Μολονότι οι προσπάθειες για αξιοποίησή τους δεν έχουν καρποφορήσει, γιατί και στον ευρύτερο χώρο της Θράκης η σπηλαιολογική έρευνα είναι, προς το παρόν, ανεπαρκής, πρέπει να αναγνωριστεί η σπουδαιότητα των γεωλογικών αλλά και αρχαιολογικών στοιχείων που έφεραν στο φως οι πρώτες έρευνες στο εσωτερικό τους.
Το σπήλαιο της ακρόπολης ή «Καγιάλι»
Η είσοδός του βρίσκεται στη δυτική πλευρά του λόφου της ακρόπολης, απέναντι σχεδόν από το «Πεντάζωνο», βυζαντινό πύργο στην Α όχθη του Εριθροπόταμου. ανάμεσά τους περνά ο ασφαλτόδρομος που από τη μικρή γέφυρα στα ΝΔ της πόλης οδηγεί στη Δ της είσοδο. η θέση του σπηλαίου ήταν γνωστή στους ντόπιους από παλιά και είχε δώσει αφορμή για την επινόηση πολλών θρύλων που ήθελαν την είσοδο αυτή να βγάζει στην κορυφή του «Καλέ».
Η πρώτη συστηματική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα 1963 από μέλη της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας με επικεφαλή τον Ι. Ιωάννου. Το μήκος της σπηλιάς σε νοητή ευθεία ξεπερνά τα 150 μέτρα και το ύψος της κατά περιοχές τα 30. Η επιφάνεια στο εσωτερικό της βαθαίνει σε αρκετά σημεία φτάνοντας σε ορισμένα τα 3 μέτρα από το επίπεδο της εισόδου. Αμέσως μετά το στόμιο συναντά κανείς μια ορθογώνια αίθουσα μικρών διαστάσεων που καταλήγει σε δύο διαδρόμους. Ο νοτιότερος είναι φαρδύτερος και αδιέξοδος. Ο δεύτερος όμως, ιδιαίτερα στενός, οδηγεί μετά από πορεία 100 περίπου μέτρων σε δύο συνεχόμενες αίθουσες ακανόνιστου σχήματος και αρκετά μεγάλων διαστάσεων. Η έλλειψη αρχαιολογικής έρευνας στο εσωτερικό του σπηλαίου δε μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί σαν χώρος εγκατάστασης. Στον πρώτο του θάλαμο πάντως εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα από θραύσματα κεραμεικών σκευών που είχε ενώσει το λιθωματικό υλικό. Πρόσφατα, το σπηλαιο χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα από τους κτηνοτρόφους της περιοχής για τα κοπάδια τους.
Η μηχανική ενέργεια του νερού αποτελεί τη σοβαρότερη διαδικασία δημιουργίας του σπηλαίου. Στα τελευταία του τμήματα μπορεί κανείς να παρατηρήσει τις κύριες εστίες διεύρυνσής του, τις πιο χαρακτηριστικές νερογλυφές και ανάμεσά τους τη σπουδαιότερη που εντοπίστηκε στην προτελευταία αίθουσα, με κωνικό σχήμα και ύψος περίπου 30 μέτρα. το πιο αξιόλογο εύρημα της σπηλαιολογικής αποστολής αλλά και το περισσότερο αποκαλυπτικό για τη γεωλογική ιστορία του τόπου είναι ένα δείγμα απολιθώματος από την είσοδο που ανήκει σε κοράλλι του τύπου Cladocora Cespitosa. Παρά την κακή διατήρησή του, το εύρημα οδήγησε στα παρακάτω συμπεράσματα: Την εποχή σχηματισμού της αποικίας των κοραλλιών στα οποία πιστεύεται ότι ανήκει το απολίθωμα, η είσοδος του σπηλαίου πρέπει να βρισκόταν σε βάθος περίπου 20 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και όχι ιδιαίτερα μακριά από την ακτή. Αν υπολογίσουμε ότι σήμερα το ίδιο σημείο βρίσκεται 60 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μεσολάβησε ανάδυση του χερσαίου τμήματος κατά 80 περίπου μέτρα, κίνηση από τις πιο σημαντικές σε πανελλαδική κλίμακα.
Η παραπάνω διαπίστωση αποδεικνύει τη σπουδαιότητα που θα είχε μια μελλοντική λεπτομερής μελέτη από ομάδα γεωλόγων, προκειμένου να αναζητηθούν και άλλα απολιθώματα στο εσωτερικό του σπηλαίου, αλλά και να διαπιστωθεί η ηλικία των σχηματισμών που αποτελούν σήμερα το δάπεδό του. Η σημασία των πορισμάτων μιας τέτοιας έρευνας για τη γεωτεκτονική και την παλαιογεωγραφία της περιοχής είναι προφανής.
Το σπήλαιο «Βούβα»
Ανάμεσα στο Διδυμότειχο και στο χωριό Κουφόβουνο που βρίσκεται στα δυτικά του, ερευνήθηκε στα 1962 από πενταμελή ομάδα της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας με επικεφαλή τον Α. Βραχιολίδη ένα ακόμη σπήλαιο που εμφανίζει αρκετά χαρακτηριστικά κοινά με εκείνο της ακρόπολης. Έχει όμως επιπλέον ξεχωριστό αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Η είσοδός του βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία, απέναντι από το λατομείο και 10 μέτρα περίπου ψηλότερα από το επίπεδο του δρόμου. Το χαμηλό αλλά αρκετά φαρδύ στόμιο – στη βόρεια απότομη παρειά του ομώνυμου ασβεστολιθικού λόφου – οδηγεί αμέσως στην πρώτη αίθουσα, με εντυπωσιακές πραγματικά διαστάσεις, αρκετό ύψος και επίπεδο δάπεδο σε όλη της σχεδόν την έκταση. Το έδαφος σκεπάζεται σήμερα από παχύ στρώμα στάχτης, αποτέλεσμα της φωτιάς που τόσα χρόνια ανάβουν οι κτηνοτρόφοι της περιοχής, βρίσκοντας καταφύγιο στο εσωτερικό της σπηλιάς για τους ίδιους και τα κοπάδια τους.
Δύο στενές δίοδοι οδηγούν στα βαθύτερα σημεία της που έχουν γίνει επανειλημμένα αφορμή θρύλων για σύνδεση της «Βούβας» με το «Κάστρο» του Διδυμοτείχου ή ακόμα και με το Σουφλί. Από τα πρώτα κιόλας μέτρα μπορεί κανείς να δει σταλακτίτες και σταλαγμίτες μεγάλων διαστάσεων που βαθύτερα πολλαπλασιάζονται και αποτελούν μοναδικό θέαμα για τον επισκέπτη. Το γεγονός πάντως ότι το σπήλαιο δεν έχει μέχρι τώρα αξιοποιηθεί και δεν είναι, προς το παρόν, επισκέψιμο, κάνει ιδιαίτερα δύσκολη την πορεία στο εσωτερικό του, λόγω της μικρής περιεκτικότητας σε οξυγόνο, του ανώμαλου σε πολλά σημεία εδάφους και των επικίνδυνων χασμάτων που ανοίγονται συχνά στο δάπεδο. Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές ανακοινώσεις της αποστολής του 1962, η συνολική του έκταση δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια λόγω του σχεδίου του που χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό διαδρόμων και εξαιρετικά δαιδαλώδη κάτοψη αλλά και επειδή δεν εξερευνήθηκε σε όλο του το βάθος.
* Το κείμενο μεταξύ των διπλών αστερίσκων (** ... **) προέρχεται από το βιβλίο "Διδυμότειχο, μια άγνωστη πρωτεύουσα" του Αθανάσιου Ι. Γουρίδη, διδάκτωρ του "Αριτοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης".
ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΕΔΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου