Ναός Ηλιακής Θεότητος
Τα ελάχιστα ερείπιά του κείτονται κοντά στο χωριό Πρωτοκκλήσι, 10 χλμ. έξω από το Σουφλί προς το Διδυμότειχο. Ανήκε ίσως στον ηλιακό Θεό Θράκα Ιππέα, από τον οποίο οι χριστιανοί κατασκεύασαν τον «Άγιο Γεώργιο». Η ντόπια λαϊκή παράδοση πιστεύει ότι ήταν Ναός του Ορφέως.
Τα ελάχιστα ερείπιά του κείτονται κοντά στο χωριό Πρωτοκκλήσι, 10 χλμ. έξω από το Σουφλί προς το Διδυμότειχο. Ανήκε ίσως στον ηλιακό Θεό Θράκα Ιππέα, από τον οποίο οι χριστιανοί κατασκεύασαν τον «Άγιο Γεώργιο». Η ντόπια λαϊκή παράδοση πιστεύει ότι ήταν Ναός του Ορφέως.
Ιερό Θεάς Δήμητρος Ζώνης
Το Ιερό ήταν υπαίθριο με βωμούς, εσχάρες θυσιών και αποθέτη, και ανεγέρθη τον 6ο αιώνα. Στο εσωτερικό του βρέθηκε μεγάλος αριθμός επίχρυσων και ασημένιων αναθημάτων, πλάκες λατρευτικών παραστάσεων, αγγεία, γυναικεία ειδώλια, νομίσματα και πήλινες υδρίες.
Το Ιερό ήταν υπαίθριο με βωμούς, εσχάρες θυσιών και αποθέτη, και ανεγέρθη τον 6ο αιώνα. Στο εσωτερικό του βρέθηκε μεγάλος αριθμός επίχρυσων και ασημένιων αναθημάτων, πλάκες λατρευτικών παραστάσεων, αγγεία, γυναικεία ειδώλια, νομίσματα και πήλινες υδρίες.
Ναός Θεού Απόλλωνος Ζώνης
Σίγουρο είναι ότι ο Ναός του Θεού περιελάμβανε πρόναο και σηκό. Σώθηκε τριβαθμιδωτή κρηπίδα, περιεβάλλετο δε ο Ναός από αυλές, στοές και άλλα ιερά κτίσματα. Έχουν βρεθεί κεραμικά του 6ου και 5ου αιώνος, όστρακα και αττικά ερυθρόμορφα αγγεία που έχουν χαραγμένο το όνομα του Θεού, καθώς επίσης και τμήματα αρχαϊκού Κούρου.
Σίγουρο είναι ότι ο Ναός του Θεού περιελάμβανε πρόναο και σηκό. Σώθηκε τριβαθμιδωτή κρηπίδα, περιεβάλλετο δε ο Ναός από αυλές, στοές και άλλα ιερά κτίσματα. Έχουν βρεθεί κεραμικά του 6ου και 5ου αιώνος, όστρακα και αττικά ερυθρόμορφα αγγεία που έχουν χαραγμένο το όνομα του Θεού, καθώς επίσης και τμήματα αρχαϊκού Κούρου.
Ιερό του Θεού Διονύσου
Το Ιερό αυτό του 4ου αιώνος, 5 χλμ. από τη σύγχρονη Μαρώνεια, περιελάμβανε Ναό με σηκό και φαρδύ πρόδομο, καθώς και διάφορα βοηθητικά οικήματα. Σε αυτόν το χώρο βρέθηκε το πήλινο προσωπείο του Θεού Διονύσου.
Το Ιερό αυτό του 4ου αιώνος, 5 χλμ. από τη σύγχρονη Μαρώνεια, περιελάμβανε Ναό με σηκό και φαρδύ πρόδομο, καθώς και διάφορα βοηθητικά οικήματα. Σε αυτόν το χώρο βρέθηκε το πήλινο προσωπείο του Θεού Διονύσου.
Ιερό Αγνώστου Θεότητος
Κάτω από μικρό βυζαντινό Μοναστήρι, στη θέση του ρέματος Σύναξης στη Νότιο πλευρά του όρους «Άγιος Γεώργιος», βρέθηκαν θεμέλια αρχαίου Ναού, αγνώστου όμως Θεότητος. Θεωρείται ότι από το σημείο αυτό επιβιβάζονταν σε πλοία οι προσκυνητές που είχαν προορισμό το Ιερό των Μεγάλων Θεών στη νήσο Σαμοθράκη.
Κάτω από μικρό βυζαντινό Μοναστήρι, στη θέση του ρέματος Σύναξης στη Νότιο πλευρά του όρους «Άγιος Γεώργιος», βρέθηκαν θεμέλια αρχαίου Ναού, αγνώστου όμως Θεότητος. Θεωρείται ότι από το σημείο αυτό επιβιβάζονταν σε πλοία οι προσκυνητές που είχαν προορισμό το Ιερό των Μεγάλων Θεών στη νήσο Σαμοθράκη.
Ιερό Αγνώστου Θεότητος (Άβδηρα)
Σε παλαιότερο κομμάτι του τείχους της πόλεως, ανακαλύφθηκε αρχαϊκό Ιερό που λειτουργούσε έως και τον 4ο αιώνα.
Σε παλαιότερο κομμάτι του τείχους της πόλεως, ανακαλύφθηκε αρχαϊκό Ιερό που λειτουργούσε έως και τον 4ο αιώνα.
Μαρώνεια ή Μαρωνία
Στη θέση του σημερινού παραλιακού χωριού «Άγιος Χαράλαμπος» βρισκόταν η Ελληνική πόλη Μαρώνεια που ήταν η δεύτερη σε σπουδαιότητα (μετά τα Άβδηρα) πόλη της Θράκης. Περιστοιχιζόταν από τείχος με ορθογώνιους και ημικυκλικούς πύργους, το οποίο πιθανώς είχε κτισθεί τον 4ο αιώνα (το έτος 1880 αναφέρει ο Γάλλος αρχαιολόγος S. Reinach ότι ύψος του έφτανε σε μερικά σημεία μέχρι και τα 12 μέτρα, σήμερα όμως, δυστυχώς, φτάνει μόνο τα 2 μέτρα).
Κατά την Παράδοση, την πόλη ίδρυσε ο Μάρων, ιερεύς του Θεού Απόλλωνος από την γειτονική πόλη των Κικόνων Ίσμαρο.
Η πρώτη αποδεδειγμένη κατοίκηση της περιοχής έγινε την τέταρτη χιλιετία, στα δε μέσα της δεύτερης εγκαταστάθηκε εκεί ένα Θρακικό φύλο. Χίοι άποικοι έφτασαν στην περιοχή τον 7ο αιώνα και ίδρυσαν την κλασική Μαρώνεια, η οποία, παρά τις συγκρούσεις της με τους Θάσιους, έγινε μεγάλο ναυτικό και εμπορικό κέντρο και τον 5ο αιώνα έκοψε χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα (με παραστάσεις κυρίως διονυσιακές, δηλ. κεφαλές του Θεού Διονύσου και αμπέλους).
Γνωστό ήταν το κρασί που παρήγαγε η πόλη κι η παράδοση αναφέρει ότι τέτοιο ήταν εκείνο με το οποίο ο Οδυσσεύς μέθυσε τον Πολύφημο. Γνωστές προσωπικότητες που γεννήθηκαν στη Μαρώνεια ήσαν ο ζωγράφος Αθηνίων, ο ποιητής Σωτάδης κι ο συγγραφεύς Ηγεσίας. Το 353 με τη βοήθεια του Θρακός βασιλέως Αμαδόκου, απέκρουσε αποτελεσματικά τον Μακεδόνα Φίλιππο, υπετάγη όμως αργότερα ( 350 ) στη Μακεδονική κυριαρχία. Στους Ελληνιστικούς χρόνους διεκδικείτο από την Πέργαμο, αργότερα δε απελευθερώθηκε από τους Ρωμαίους εξαιτίας της φιλικής προς αυτούς πολιτικής και έκοψε δικό της νόμισμα (ασημένιο τετράδραχμο).
Σημαντικές λατρείες της πόλεως ήσαν του Θεού Απόλλωνος, του Θεού Διός και του Θεού Διονύσου. Έχει διασωθεί μικρό μέρος του Θεάτρου και της ρωμαϊκής αγοράς, μέρη διαφόρων κτιρίων, ένα γωνιακό ακρωτήριο Βωμού, τμήμα Ιωνικής ζωοφόρου, τμήμα Ιερού, μέρη της οχυρώσεως και διάφορα επιτύμβια ανάγλυφα. Έχουν επίσης βρεθεί ένα πήλινο προσωπείο του Θεού Διονύσου (του 4ου αιώνος) καθώς και πήλινο αγαλματίδιο της Θεάς Αφροδίτης (επίσης του 4ου αιώνος).
Στη θέση του σημερινού παραλιακού χωριού «Άγιος Χαράλαμπος» βρισκόταν η Ελληνική πόλη Μαρώνεια που ήταν η δεύτερη σε σπουδαιότητα (μετά τα Άβδηρα) πόλη της Θράκης. Περιστοιχιζόταν από τείχος με ορθογώνιους και ημικυκλικούς πύργους, το οποίο πιθανώς είχε κτισθεί τον 4ο αιώνα (το έτος 1880 αναφέρει ο Γάλλος αρχαιολόγος S. Reinach ότι ύψος του έφτανε σε μερικά σημεία μέχρι και τα 12 μέτρα, σήμερα όμως, δυστυχώς, φτάνει μόνο τα 2 μέτρα).
Κατά την Παράδοση, την πόλη ίδρυσε ο Μάρων, ιερεύς του Θεού Απόλλωνος από την γειτονική πόλη των Κικόνων Ίσμαρο.
Η πρώτη αποδεδειγμένη κατοίκηση της περιοχής έγινε την τέταρτη χιλιετία, στα δε μέσα της δεύτερης εγκαταστάθηκε εκεί ένα Θρακικό φύλο. Χίοι άποικοι έφτασαν στην περιοχή τον 7ο αιώνα και ίδρυσαν την κλασική Μαρώνεια, η οποία, παρά τις συγκρούσεις της με τους Θάσιους, έγινε μεγάλο ναυτικό και εμπορικό κέντρο και τον 5ο αιώνα έκοψε χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα (με παραστάσεις κυρίως διονυσιακές, δηλ. κεφαλές του Θεού Διονύσου και αμπέλους).
Γνωστό ήταν το κρασί που παρήγαγε η πόλη κι η παράδοση αναφέρει ότι τέτοιο ήταν εκείνο με το οποίο ο Οδυσσεύς μέθυσε τον Πολύφημο. Γνωστές προσωπικότητες που γεννήθηκαν στη Μαρώνεια ήσαν ο ζωγράφος Αθηνίων, ο ποιητής Σωτάδης κι ο συγγραφεύς Ηγεσίας. Το 353 με τη βοήθεια του Θρακός βασιλέως Αμαδόκου, απέκρουσε αποτελεσματικά τον Μακεδόνα Φίλιππο, υπετάγη όμως αργότερα ( 350 ) στη Μακεδονική κυριαρχία. Στους Ελληνιστικούς χρόνους διεκδικείτο από την Πέργαμο, αργότερα δε απελευθερώθηκε από τους Ρωμαίους εξαιτίας της φιλικής προς αυτούς πολιτικής και έκοψε δικό της νόμισμα (ασημένιο τετράδραχμο).
Σημαντικές λατρείες της πόλεως ήσαν του Θεού Απόλλωνος, του Θεού Διός και του Θεού Διονύσου. Έχει διασωθεί μικρό μέρος του Θεάτρου και της ρωμαϊκής αγοράς, μέρη διαφόρων κτιρίων, ένα γωνιακό ακρωτήριο Βωμού, τμήμα Ιωνικής ζωοφόρου, τμήμα Ιερού, μέρη της οχυρώσεως και διάφορα επιτύμβια ανάγλυφα. Έχουν επίσης βρεθεί ένα πήλινο προσωπείο του Θεού Διονύσου (του 4ου αιώνος) καθώς και πήλινο αγαλματίδιο της Θεάς Αφροδίτης (επίσης του 4ου αιώνος).
Ξάνθεια
Αρχαία Θρακική πόλη, στη θέση της σημερινής Ξάνθης, στους πρόποδες της Ροδόπης, ίσως η πρωτεύουσα των Ξαθίων Θρακών.
Αρχαία Θρακική πόλη, στη θέση της σημερινής Ξάνθης, στους πρόποδες της Ροδόπης, ίσως η πρωτεύουσα των Ξαθίων Θρακών.
Βεργέπολις
Ερείπια της πόλεως, η οποία ήταν δημιούργημα των Αβδηρητών, χρονολογούμενα στους Κλασικούς, Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, βρίσκονται ανάμεσα στα χωριά Βαφαίικα και Κουτσό, 10 χλμ νοτίως της σημερινής Ξάνθης.
Τόπειρος
Ερείπια της Ελληνικής πόλεως βρίσκονται ανάμεσα στα σημερινά χωριά Τοξότες και Παράδεισος, 14 χλμ δυτικώς της Ξάνθης. Η Τόπειρος ιδρύθηκε την εποχή του Αυγούστου και διέθετε ισχυρό τείχος, ερημώθηκε όμως στο μεγαλύτερο τμήμα της στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια, το δε υπόλοιπο μετετράπη από τον 6ο έως τον 8ο αιώνα σε έδρα Επισκόπου.
Ερείπια της πόλεως, η οποία ήταν δημιούργημα των Αβδηρητών, χρονολογούμενα στους Κλασικούς, Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, βρίσκονται ανάμεσα στα χωριά Βαφαίικα και Κουτσό, 10 χλμ νοτίως της σημερινής Ξάνθης.
Τόπειρος
Ερείπια της Ελληνικής πόλεως βρίσκονται ανάμεσα στα σημερινά χωριά Τοξότες και Παράδεισος, 14 χλμ δυτικώς της Ξάνθης. Η Τόπειρος ιδρύθηκε την εποχή του Αυγούστου και διέθετε ισχυρό τείχος, ερημώθηκε όμως στο μεγαλύτερο τμήμα της στα πρώτα Βυζαντινά χρόνια, το δε υπόλοιπο μετετράπη από τον 6ο έως τον 8ο αιώνα σε έδρα Επισκόπου.
Σάλη
Η αρχαία πόλη Σάλη, ιδρυθείσα πιθανόν από τους Μαρωνείτες, μέλος της Αθηναίκής Συμμαχίας (μας είναι γνωστό ότι στα 425 - 421 κατέβαλε 3.000 δρχ. συνδρομή), έστεκε βεβαιωμένα (από τα ρωμαϊκά itineraria, «οδοιπορικά», του 4ου αιώνος μ.χ.χ. που την ορίζουν περίπου 11 χλμ. δυτικώς της Τραϊανουπόλεως) στο σημείο της σημερινής Αλεξανδρουπόλεως. Στην πόλη έχουν ήδη βρεθεί διάφορα τυχαία ευρήματα μελανοβαφούς κεραμικής, δύο κιβωτιόσχημοι Ελληνιστικοί τάφοι, οροθετική επιγραφή του 1ου μ.χ.χ. αιώνος, ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα εφήβου και τμήμα μαρμάρινου πεσσού με κυμάτιο και ανάγλυφη κεφαλή, καθώς και πλάκα με την επιγραφή «Όρος χώρας ιεράς Θεών των εν Σαμοθράκη» (όριο της ιερής χώρας των Θεών της Σαμοθράκης) που επιβεβαιώνουν την ταύτιση του χώρου.
Η αρχαία πόλη Σάλη, ιδρυθείσα πιθανόν από τους Μαρωνείτες, μέλος της Αθηναίκής Συμμαχίας (μας είναι γνωστό ότι στα 425 - 421 κατέβαλε 3.000 δρχ. συνδρομή), έστεκε βεβαιωμένα (από τα ρωμαϊκά itineraria, «οδοιπορικά», του 4ου αιώνος μ.χ.χ. που την ορίζουν περίπου 11 χλμ. δυτικώς της Τραϊανουπόλεως) στο σημείο της σημερινής Αλεξανδρουπόλεως. Στην πόλη έχουν ήδη βρεθεί διάφορα τυχαία ευρήματα μελανοβαφούς κεραμικής, δύο κιβωτιόσχημοι Ελληνιστικοί τάφοι, οροθετική επιγραφή του 1ου μ.χ.χ. αιώνος, ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα εφήβου και τμήμα μαρμάρινου πεσσού με κυμάτιο και ανάγλυφη κεφαλή, καθώς και πλάκα με την επιγραφή «Όρος χώρας ιεράς Θεών των εν Σαμοθράκη» (όριο της ιερής χώρας των Θεών της Σαμοθράκης) που επιβεβαιώνουν την ταύτιση του χώρου.
Στρύμη
Αποικία της Θάσου που ιδρύθηκε στη χερσόνησο της Μολυβωτής (περί τα μέσα του 7ου αιώνος), κοντά στη χώρα των Μαρωνιτών, που είχε ως αποτέλεσμα τις συγκρούσεις Μαρώνειας και Θάσου. Στην περιοχή, έχουν ανακαλυφθεί θεμέλια κατοικιών, τμήματα δρόμων και υπόγειες σήραγγες υδραγωγείων καθώς και φρεάτια συλλογής και άντλησης νερού, που θεωρούνται σημαντικά τεχνικά έργα της αρχαίας υδραυλικής και μηχανικής. Άλλα αξιόλογα ευρήματα είναι η «Στήλη της Κόρης» του 6ου αιώνος, επιτύμβια στήλη του 5ου αιώνος, ερυθρόμορφη πελίκη με τις μορφές του Θεού Απόλλωνος, της Θεάς Αρτέμιδος και της Λητούς, μαρμάρινος Λέων, ασημένια τετράδραχμα του 4ου αιώνος, κάνθαροι και λευκές Λήκυθοι του 5ου αιώνος.
Αποικία της Θάσου που ιδρύθηκε στη χερσόνησο της Μολυβωτής (περί τα μέσα του 7ου αιώνος), κοντά στη χώρα των Μαρωνιτών, που είχε ως αποτέλεσμα τις συγκρούσεις Μαρώνειας και Θάσου. Στην περιοχή, έχουν ανακαλυφθεί θεμέλια κατοικιών, τμήματα δρόμων και υπόγειες σήραγγες υδραγωγείων καθώς και φρεάτια συλλογής και άντλησης νερού, που θεωρούνται σημαντικά τεχνικά έργα της αρχαίας υδραυλικής και μηχανικής. Άλλα αξιόλογα ευρήματα είναι η «Στήλη της Κόρης» του 6ου αιώνος, επιτύμβια στήλη του 5ου αιώνος, ερυθρόμορφη πελίκη με τις μορφές του Θεού Απόλλωνος, της Θεάς Αρτέμιδος και της Λητούς, μαρμάρινος Λέων, ασημένια τετράδραχμα του 4ου αιώνος, κάνθαροι και λευκές Λήκυθοι του 5ου αιώνος.
Άβδηρα
Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρυτής των Αβδήρων ήταν ο Ηρακλής, που ίδρυσε την πόλη προς τιμή του φίλου του Αβδήρου υιού του Θεού Ερμού, όταν αυτός βοηθώντας τον Ηρακλή στον όγδοο άθλο του κατασπαράχθηκε από τα άγρια άλογα του βασιλέως των Βιστώνων Θρακών, Διομήδους. Οι πρώτοι άποικοι ήσαν οι Κλαζομένιοι ( 655 ) με αρχηγό τον Τιμήσιο ή Τιμέσιο, και μετά την καταστροφή της πρώτης αποικίας γύρω στο 600 από τους Θράκες, το 545 ή 543, ακολούθησε η εγκατάσταση Τηίων αποίκων που είχαν εγκαταλείψει την Τέω για να αποφύγουν τον περσικό ζυγό. Οι Τήϊοι άποικοι αντιμετώπισαν επίσης τις επιθέσεις των Θρακών, πλην όμως επιτυχώς και επεξέτειναν τις κτήσεις τους προς το εσωτερικό, φτάνοντας ως τη Βιστωνίδα, τη σημερινή Ξάνθη, και το Νέστο. Τα Άβδηρα εγνώρισαν ιδιαίτερη ακμή τον 5ο αιώνα, τόσο εμπορική όσο και πολιτισμική (ασημένια τετράδραχμά τους βρέθηκαν μέχρι την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία), είχε δε ως έμβλημα των νομισμάτων τους τον Γρύπα και τον πολιούχο τους Θεό Απόλλωνα (τα ασημένια νομίσματα κόβονταν δίχως διακοπή από το 540 έως το 345). Το πολίτευμά τους ήταν δημοκρατικό, με το Δήμο και τη Βουλή να έχουν την ανώτατη εξουσία.
Γνωστές προσωπικότητες της πολυάνθρωπης αυτής πόλεως ήσαν ο φιλόσοφος Δημόκριτος και ο μαθητής του Ανάξαρχος, ο σοφιστής Πρωταγόρας, ο μελικός ποιητής Ανακρέων, ο μαθηματικός Βίων, που ήταν ο πρώτος που διετύπωσε τη θεωρία ότι υπάρχουν μέρη της γης με έξι μήνες ημέρα και έξι μήνες νύχτα, ο ιστορικός Διοκλείδης, ο φιλόσοφος Λεύκιππος, ο φιλόσοφος Ασκάνιος, ο γραμματικός Εκαταίος και ο ποιητής Νικαίνετος. Τα Άβδηρα, για αγνώστους λόγους, ήσαν περιβόητα για την μωρία των κατοίκων τους (Αβδηριτισμός).
Η πόλη έπεσε στα χέρια των Περσών μετά τη Ναυμαχία της Λάδης ( 482 ), το δε έτος 480, είχε φιλοξενηθεί εκεί ο στρατός του Ξέρξου, το ίδιο και το έτος 479, όταν αποχωρούσε ο Ξέρξης μετά την ήττα του, χάρισε μάλιστα στην πόλη, σε αντάλλαγμα, μια χρυσοποίκιλτη τιάρα και ένα χρυσό σπαθί. Από το 454 έως το 405, τα Άβδηρα ήσαν μέλος της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας και πλήρωναν συμμαχική εισφορά 10 - 15 τάλαντα ανά έτος. Το 376, η πόλη λεηλατήθηκε για πρώτη φορά από τους Θράκες Τριβαλλούς, γεγονός που είχε δυσάρεστα αποτελέσματα για την οικονομική κατάσταση και το πολιτικό γόητρο της Πόλης. Το επόμενο έτος, από ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια των Αθηναίων στον πόλεμο με τους Τριβαλλούς, οι Αβδηρίτες προσχώρησαν στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, το έτος 350 όμως έχασαν την αυτονομία τους και το 343 προσαρτήθηκαν στο κράτος του Φιλίππου Β. Στα μέσα του 4ου αιώνος πάντως, τα Άβδηρα επεκτάθηκαν νοτίως με νέα κτίσματα και «ιπποδάμειο» πολεοδομία, ισχυρά τείχη, ακρόπολη, δύο λιμάνια και εργαστήρια.
Στους Ελληνιστικούς χρόνους άλλαξαν πολλές φορές κυρίαρχο (γνώρισαν σταδιακά τη δεσποτεία του Λυσίμαχου, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων), για να απελευθερωθούν, όπως και οι άλλες Θρακικές πόλεις, μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές ( 197 ) από τις λεγεώνες του Ρωμαίου στρατηγού Λούκιου Στερτινίου, το 170 όμως η πόλη καταστράφηκε για δεύτερη φορά εξαιτίας του υπερβολικού ζήλου ενός Ρωμαίου στρατηγού που μετέτρεψε επίσης σε δούλους τους κατοίκους της τους οποίους όμως απελευθέρωσε η Ρωμαϊκή Σύγκλητος.
Τους επόμενους αιώνες, η πόλη διατήρησε ένα καθεστώς ανεξαρτησίας και έκοψε δικό της χάλκινο νόμισμα. Η ακμή της πόλεως είχε διάρκεια έως και τον 3ο αιώνα μ.χ.χ., τα τείχη της όμως σταδιακά έπεσαν, ενώ μετά την επικράτηση των χριστιανών και τις επιδρομές των βαρβάρων ερημώθηκε εντελώς, αφού προηγουμένως καταστράφηκαν όλα τα δημόσια οικοδομήματά της και πρωτίστως τα Ιερά της (στην πόλη υπήρχαν Ιερά του Θεού Απόλλωνος Δηρήνου, της Θεάς Δήμητρος, της Θεάς Αρτέμιδος, της Θεάς Αθηνάς Επιπυργίτιδος, της Θεάς Αφροδίτης και του Θεού Διονύσου και οι σημαντικότερες εορτές ήσαν αυτές των Διονυσίων και των Θεσμοφορίων, στον δε Τζέτζη μαρτυρείται η εκεί παρουσία σπουδαίου τοπικού Μαντείου). Κατά της διάρκεια της Βυζαντινής κατοχής, τα έρημα Άβδηρα λέγονταν από τους εντόπιους Πολύστυλον (προφανώς από τις άπειρες σπασμένες κολώνες των Ελληνικών Ναών).
Από το 1952 που άρχισαν να συστηματοποιούνται οι ανασκαφές στην ακρόπολη των Αβδήρων, ανακαλύφθηκαν πολλά τμήματα της αρχαίας πόλεως και σήμερα φαίνονται αρχαία τείχη από πωρόλιθο και η πύλη τους, αρχαία λουτρά στην Αγορά της πόλεως και το ευρισκόμενο βορείως, μέσα σε άλσος, Θέατρο. Μεταξύ των ευρημάτων του αρχαιολογικού χώρου είναι αναθήματα μικρών υδριών, ειδώλια της Θεάς Δήμητρος και Κόρης, επιγραφές με αναφορές στο Θεό Δία υπό τις επικλήσεις «Ύψιστος» και «Ελευθέριος», ειδώλια του Θεού Ερμού, του Θεού Διονύσου, της Θεάς Αφροδίτης, του Θεού Πανός, της Θεάς Νίκης, του Θεού Έρωτος και του Ηρακλέους, καθώς και ανάγλυφα της Θεάς Κυβέλης. Έχουν βρεθεί επίσης τον Δεκέμβριο του 2000 και τάφοι του 6ου αιώνος.
Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρυτής των Αβδήρων ήταν ο Ηρακλής, που ίδρυσε την πόλη προς τιμή του φίλου του Αβδήρου υιού του Θεού Ερμού, όταν αυτός βοηθώντας τον Ηρακλή στον όγδοο άθλο του κατασπαράχθηκε από τα άγρια άλογα του βασιλέως των Βιστώνων Θρακών, Διομήδους. Οι πρώτοι άποικοι ήσαν οι Κλαζομένιοι ( 655 ) με αρχηγό τον Τιμήσιο ή Τιμέσιο, και μετά την καταστροφή της πρώτης αποικίας γύρω στο 600 από τους Θράκες, το 545 ή 543, ακολούθησε η εγκατάσταση Τηίων αποίκων που είχαν εγκαταλείψει την Τέω για να αποφύγουν τον περσικό ζυγό. Οι Τήϊοι άποικοι αντιμετώπισαν επίσης τις επιθέσεις των Θρακών, πλην όμως επιτυχώς και επεξέτειναν τις κτήσεις τους προς το εσωτερικό, φτάνοντας ως τη Βιστωνίδα, τη σημερινή Ξάνθη, και το Νέστο. Τα Άβδηρα εγνώρισαν ιδιαίτερη ακμή τον 5ο αιώνα, τόσο εμπορική όσο και πολιτισμική (ασημένια τετράδραχμά τους βρέθηκαν μέχρι την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία), είχε δε ως έμβλημα των νομισμάτων τους τον Γρύπα και τον πολιούχο τους Θεό Απόλλωνα (τα ασημένια νομίσματα κόβονταν δίχως διακοπή από το 540 έως το 345). Το πολίτευμά τους ήταν δημοκρατικό, με το Δήμο και τη Βουλή να έχουν την ανώτατη εξουσία.
Γνωστές προσωπικότητες της πολυάνθρωπης αυτής πόλεως ήσαν ο φιλόσοφος Δημόκριτος και ο μαθητής του Ανάξαρχος, ο σοφιστής Πρωταγόρας, ο μελικός ποιητής Ανακρέων, ο μαθηματικός Βίων, που ήταν ο πρώτος που διετύπωσε τη θεωρία ότι υπάρχουν μέρη της γης με έξι μήνες ημέρα και έξι μήνες νύχτα, ο ιστορικός Διοκλείδης, ο φιλόσοφος Λεύκιππος, ο φιλόσοφος Ασκάνιος, ο γραμματικός Εκαταίος και ο ποιητής Νικαίνετος. Τα Άβδηρα, για αγνώστους λόγους, ήσαν περιβόητα για την μωρία των κατοίκων τους (Αβδηριτισμός).
Η πόλη έπεσε στα χέρια των Περσών μετά τη Ναυμαχία της Λάδης ( 482 ), το δε έτος 480, είχε φιλοξενηθεί εκεί ο στρατός του Ξέρξου, το ίδιο και το έτος 479, όταν αποχωρούσε ο Ξέρξης μετά την ήττα του, χάρισε μάλιστα στην πόλη, σε αντάλλαγμα, μια χρυσοποίκιλτη τιάρα και ένα χρυσό σπαθί. Από το 454 έως το 405, τα Άβδηρα ήσαν μέλος της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας και πλήρωναν συμμαχική εισφορά 10 - 15 τάλαντα ανά έτος. Το 376, η πόλη λεηλατήθηκε για πρώτη φορά από τους Θράκες Τριβαλλούς, γεγονός που είχε δυσάρεστα αποτελέσματα για την οικονομική κατάσταση και το πολιτικό γόητρο της Πόλης. Το επόμενο έτος, από ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια των Αθηναίων στον πόλεμο με τους Τριβαλλούς, οι Αβδηρίτες προσχώρησαν στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, το έτος 350 όμως έχασαν την αυτονομία τους και το 343 προσαρτήθηκαν στο κράτος του Φιλίππου Β. Στα μέσα του 4ου αιώνος πάντως, τα Άβδηρα επεκτάθηκαν νοτίως με νέα κτίσματα και «ιπποδάμειο» πολεοδομία, ισχυρά τείχη, ακρόπολη, δύο λιμάνια και εργαστήρια.
Στους Ελληνιστικούς χρόνους άλλαξαν πολλές φορές κυρίαρχο (γνώρισαν σταδιακά τη δεσποτεία του Λυσίμαχου, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων), για να απελευθερωθούν, όπως και οι άλλες Θρακικές πόλεις, μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές ( 197 ) από τις λεγεώνες του Ρωμαίου στρατηγού Λούκιου Στερτινίου, το 170 όμως η πόλη καταστράφηκε για δεύτερη φορά εξαιτίας του υπερβολικού ζήλου ενός Ρωμαίου στρατηγού που μετέτρεψε επίσης σε δούλους τους κατοίκους της τους οποίους όμως απελευθέρωσε η Ρωμαϊκή Σύγκλητος.
Τους επόμενους αιώνες, η πόλη διατήρησε ένα καθεστώς ανεξαρτησίας και έκοψε δικό της χάλκινο νόμισμα. Η ακμή της πόλεως είχε διάρκεια έως και τον 3ο αιώνα μ.χ.χ., τα τείχη της όμως σταδιακά έπεσαν, ενώ μετά την επικράτηση των χριστιανών και τις επιδρομές των βαρβάρων ερημώθηκε εντελώς, αφού προηγουμένως καταστράφηκαν όλα τα δημόσια οικοδομήματά της και πρωτίστως τα Ιερά της (στην πόλη υπήρχαν Ιερά του Θεού Απόλλωνος Δηρήνου, της Θεάς Δήμητρος, της Θεάς Αρτέμιδος, της Θεάς Αθηνάς Επιπυργίτιδος, της Θεάς Αφροδίτης και του Θεού Διονύσου και οι σημαντικότερες εορτές ήσαν αυτές των Διονυσίων και των Θεσμοφορίων, στον δε Τζέτζη μαρτυρείται η εκεί παρουσία σπουδαίου τοπικού Μαντείου). Κατά της διάρκεια της Βυζαντινής κατοχής, τα έρημα Άβδηρα λέγονταν από τους εντόπιους Πολύστυλον (προφανώς από τις άπειρες σπασμένες κολώνες των Ελληνικών Ναών).
Από το 1952 που άρχισαν να συστηματοποιούνται οι ανασκαφές στην ακρόπολη των Αβδήρων, ανακαλύφθηκαν πολλά τμήματα της αρχαίας πόλεως και σήμερα φαίνονται αρχαία τείχη από πωρόλιθο και η πύλη τους, αρχαία λουτρά στην Αγορά της πόλεως και το ευρισκόμενο βορείως, μέσα σε άλσος, Θέατρο. Μεταξύ των ευρημάτων του αρχαιολογικού χώρου είναι αναθήματα μικρών υδριών, ειδώλια της Θεάς Δήμητρος και Κόρης, επιγραφές με αναφορές στο Θεό Δία υπό τις επικλήσεις «Ύψιστος» και «Ελευθέριος», ειδώλια του Θεού Ερμού, του Θεού Διονύσου, της Θεάς Αφροδίτης, του Θεού Πανός, της Θεάς Νίκης, του Θεού Έρωτος και του Ηρακλέους, καθώς και ανάγλυφα της Θεάς Κυβέλης. Έχουν βρεθεί επίσης τον Δεκέμβριο του 2000 και τάφοι του 6ου αιώνος.
Μεσημβρία ή Ζώνη
Αποικία της Σαμοθράκης του 7ου αιώνος, η οποία απήλαυσε βίο 13 αιώνων (έως και τον 6ο αιώνα μ.χ.χ.). Αναφέρεται και από τον Ηρόδοτο ως ο δυτικότερος οικισμός της Σαμοθρακικής Περαίας. Όταν ανακαλύφθηκε, ταυτίστηκε αρχικά με την αρχαία πόλη της Μεσημβρίας αλλά με τις ανακαλύψεις των τελευταίων χρόνων (μεγάλος αριθμός χάλκινων νομισμάτων που φέρουν τον Θεό Απόλλωνα και διάφορα σύμβολά του, καθώς και η ανακάλυψη του Ναού του) εξακριβώθηκε πλήρως το ότι όντως πρόκειται για την αρχαία πόλη Ζώνη, της οποίας προστάτης ήταν ο Θεός Απόλλων.
Πιθανολογείται ότι η Μεσημβρία ήταν ο παλαιότερος θρακικός οικισμός της εποχής του σιδήρου, που έστεκε στην ίδια θέση. Η αρχαία πόλη της Ζώνης περιβαλλόταν από τείχος με αμυντικούς πύργους που ξεκινούσε από το ύψωμα της ακροπόλεως και έφτανε μέχρι την θάλασσα, στο δε εσωτερικό έχουν ανακαλυφθεί οικίες, εργαστήρια, καταστήματα, δρόμοι καθώς και δύο Ιερά (της Θεάς Δήμητρος και του Θεού Απόλλωνος). Έχουν βρεθεί και αξιόλογα κινητά ευρήματα, όπως λ.χ. ένα άγαλμα Κούρου του 6ου αιώνος, παναθηναϊκός αμφορεύς του 5ου αιώνος, μαρμάρινο άγαλμα εφήβου Ελληνιστικής εποχής, αττικά ερυθρόμορφα αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και επιτύμβιες στήλες του 4ου αιώνος. Εντυπωσιακή είναι η ανακάλυψη οξυπύθμενων αμφορέων, τοποθετημένων σε σειρά ανάποδα κάτω από δάπεδο ενός κτίσματος, προφανώς για ευφυή υγρομόνωση.
Αποικία της Σαμοθράκης του 7ου αιώνος, η οποία απήλαυσε βίο 13 αιώνων (έως και τον 6ο αιώνα μ.χ.χ.). Αναφέρεται και από τον Ηρόδοτο ως ο δυτικότερος οικισμός της Σαμοθρακικής Περαίας. Όταν ανακαλύφθηκε, ταυτίστηκε αρχικά με την αρχαία πόλη της Μεσημβρίας αλλά με τις ανακαλύψεις των τελευταίων χρόνων (μεγάλος αριθμός χάλκινων νομισμάτων που φέρουν τον Θεό Απόλλωνα και διάφορα σύμβολά του, καθώς και η ανακάλυψη του Ναού του) εξακριβώθηκε πλήρως το ότι όντως πρόκειται για την αρχαία πόλη Ζώνη, της οποίας προστάτης ήταν ο Θεός Απόλλων.
Πιθανολογείται ότι η Μεσημβρία ήταν ο παλαιότερος θρακικός οικισμός της εποχής του σιδήρου, που έστεκε στην ίδια θέση. Η αρχαία πόλη της Ζώνης περιβαλλόταν από τείχος με αμυντικούς πύργους που ξεκινούσε από το ύψωμα της ακροπόλεως και έφτανε μέχρι την θάλασσα, στο δε εσωτερικό έχουν ανακαλυφθεί οικίες, εργαστήρια, καταστήματα, δρόμοι καθώς και δύο Ιερά (της Θεάς Δήμητρος και του Θεού Απόλλωνος). Έχουν βρεθεί και αξιόλογα κινητά ευρήματα, όπως λ.χ. ένα άγαλμα Κούρου του 6ου αιώνος, παναθηναϊκός αμφορεύς του 5ου αιώνος, μαρμάρινο άγαλμα εφήβου Ελληνιστικής εποχής, αττικά ερυθρόμορφα αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και επιτύμβιες στήλες του 4ου αιώνος. Εντυπωσιακή είναι η ανακάλυψη οξυπύθμενων αμφορέων, τοποθετημένων σε σειρά ανάποδα κάτω από δάπεδο ενός κτίσματος, προφανώς για ευφυή υγρομόνωση.
Δικαία ή Δικαιόπολις
Πόλη ιδρυθείσα από τους Αβδηρήτες, η οποία έστεκε 2 χλμ. πριν το σημερινό Φανάρι. Σήμερα σώζονται μόνον ελάχιστα θεμέλια οικιών, τα δε κινητά ευρήματα φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής.
Πόλη ιδρυθείσα από τους Αβδηρήτες, η οποία έστεκε 2 χλμ. πριν το σημερινό Φανάρι. Σήμερα σώζονται μόνον ελάχιστα θεμέλια οικιών, τα δε κινητά ευρήματα φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής.
Δύμη
Έστεκε στη συμβολή του ποταμού Έβρου με τον ποταμό της Κορνοφωλιάς, λίγα χιλιόμετρα πριν το Σουφλί. Εντοπίσθηκαν αρχαίος τάφος, θεμέλια οικιών και πλήθος οστράκων, καθώς και ένα σπασμένο άγαλμα και επιγραφές. Σε κοντινή απόσταση έστεκε Ναός της Μητρός των Θεών που κατέστρεψαν οι χριστιανοί για να κτίσουνε επάνω του τη Μονή της Θεοτόκου, μετόχι της αγιορείτικης Μονής Ιβήρων.
Έστεκε στη συμβολή του ποταμού Έβρου με τον ποταμό της Κορνοφωλιάς, λίγα χιλιόμετρα πριν το Σουφλί. Εντοπίσθηκαν αρχαίος τάφος, θεμέλια οικιών και πλήθος οστράκων, καθώς και ένα σπασμένο άγαλμα και επιγραφές. Σε κοντινή απόσταση έστεκε Ναός της Μητρός των Θεών που κατέστρεψαν οι χριστιανοί για να κτίσουνε επάνω του τη Μονή της Θεοτόκου, μετόχι της αγιορείτικης Μονής Ιβήρων.
Πλωτινούπολις
Μεταφορά της αρχαίας Δύμης από τους Ρωμαίους, για λόγους ασφαλείας, επάνω σε οχυρό ύψωμα κοντά στο σημερινό Διδυμότειχο. Η μεταφορά έγινε επί Αντωνίνων (2ος αιών μ.χ.χ.) και η μετωνομασία προς τιμή της συζύγου του Τραϊανού, Πλωτίνης. Σώζονται λίγα ερείπια, έχουν δε βρεθεί αναθηματικές στήλες και άλλα μικρότερα κινητά ευρήματα, με πιο σημαντική την χρυσή σφυρήλατη προτομή του Μάρκου Αυρηλίου (βάρους 1 κιλού, χρυσού 24 καρατίων) που βρέθηκε το 1965 θαμμένη σε βάθος 1,6 μ. στην τοποθεσία «Αγία Πέτρα» (βλ. «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Εξ Αθηνών, έτος Α, τεύχος 2, 1968, σελ. 194 - 197).
Μεταφορά της αρχαίας Δύμης από τους Ρωμαίους, για λόγους ασφαλείας, επάνω σε οχυρό ύψωμα κοντά στο σημερινό Διδυμότειχο. Η μεταφορά έγινε επί Αντωνίνων (2ος αιών μ.χ.χ.) και η μετωνομασία προς τιμή της συζύγου του Τραϊανού, Πλωτίνης. Σώζονται λίγα ερείπια, έχουν δε βρεθεί αναθηματικές στήλες και άλλα μικρότερα κινητά ευρήματα, με πιο σημαντική την χρυσή σφυρήλατη προτομή του Μάρκου Αυρηλίου (βάρους 1 κιλού, χρυσού 24 καρατίων) που βρέθηκε το 1965 θαμμένη σε βάθος 1,6 μ. στην τοποθεσία «Αγία Πέτρα» (βλ. «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Εξ Αθηνών, έτος Α, τεύχος 2, 1968, σελ. 194 - 197).
Τρίλοφος, Ευμολπιάς, Φιλιππούπολις (σημερινό Plovdiv )
Αρχαιοτάτη πόλη της Θράκης, στη δεξιά όχθη του ποταμού Έβρου, επάνω σε τρεις λόφους, εξ ού και η αρχαία ονομασία της (Τρίλοφος). Μετονομάσθηκε σε Φιλιππούπολη από τους Μακεδόνες το έτος 341, μετά την κατάκτηση της Θράκης από τον βασιλιά Φίλιππο. Αργότερα, η πόλη πέρασε στην κυριαρχία των Θρακών Οδρυσσών (ως φόρου υποτελής) και την εποχή του Αυγούστου στην κυριαρχία των Ρωμαίων, κρατώντας όμως στην διάρκεια όλων αυτών των αιώνων την Ελληνική της πολιτική αυτοθέσμιση (με Βουλή και Δήμο). Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την εποχή των Αντωνίνων (2ος αιώνας μ.χ.χ.), ο δε Αμμιανός Μαρκελλίνος διασώζει ότι κατά την εποχή του (4ος αιώνας μ.χ.χ) η πόλη λεγόταν Ευμολπιάς. Η πόλη γνώρισε μεγάλη καταστροφή το έτος 251 μ.χ.χ., όταν ενώ πολιορκείτο από τους Γότθους, ηττήθηκε και φονεύθηκε σε μάχη ο ελθών σε βοήθεια γενναίος και ευσεβής αυτοκράτορας Δέκιος και μετά από προδοσία εισήλθαν εντός των τειχών της οι εισβολείς, λεηλατήσαντες αυτή και κατασφάξαντες γύρω στους 100.000 κατοίκους της. Τριάντα περίπου έτη αργότερα πάντω, επί Διοκλητιανού (285 - 305), η Φιλιππούπολη ανέλαβε και περιγράφεται ως «μεγάλη και επίσημη πόλη» της περιοχής.
Αρχαιοτάτη πόλη της Θράκης, στη δεξιά όχθη του ποταμού Έβρου, επάνω σε τρεις λόφους, εξ ού και η αρχαία ονομασία της (Τρίλοφος). Μετονομάσθηκε σε Φιλιππούπολη από τους Μακεδόνες το έτος 341, μετά την κατάκτηση της Θράκης από τον βασιλιά Φίλιππο. Αργότερα, η πόλη πέρασε στην κυριαρχία των Θρακών Οδρυσσών (ως φόρου υποτελής) και την εποχή του Αυγούστου στην κυριαρχία των Ρωμαίων, κρατώντας όμως στην διάρκεια όλων αυτών των αιώνων την Ελληνική της πολιτική αυτοθέσμιση (με Βουλή και Δήμο). Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την εποχή των Αντωνίνων (2ος αιώνας μ.χ.χ.), ο δε Αμμιανός Μαρκελλίνος διασώζει ότι κατά την εποχή του (4ος αιώνας μ.χ.χ) η πόλη λεγόταν Ευμολπιάς. Η πόλη γνώρισε μεγάλη καταστροφή το έτος 251 μ.χ.χ., όταν ενώ πολιορκείτο από τους Γότθους, ηττήθηκε και φονεύθηκε σε μάχη ο ελθών σε βοήθεια γενναίος και ευσεβής αυτοκράτορας Δέκιος και μετά από προδοσία εισήλθαν εντός των τειχών της οι εισβολείς, λεηλατήσαντες αυτή και κατασφάξαντες γύρω στους 100.000 κατοίκους της. Τριάντα περίπου έτη αργότερα πάντω, επί Διοκλητιανού (285 - 305), η Φιλιππούπολη ανέλαβε και περιγράφεται ως «μεγάλη και επίσημη πόλη» της περιοχής.
Στενίμαχος
Αρχαία πόλη της Ανατολικής Ρωμυλίας, 20 χλμ. ΝΑ της Φιλιππούπολης, στις βόρειες υπώρειες της Ροδόπης, νύν Ασένοβγκραντ,. Ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αιώνος (κατά τον Dumont) πιθανόν από Ισταιαίους Ευβοείς που νίκησαν τους Θράκες Βεσσούς και εγκαταστάθησαν, κατοικήθηκε δε συνεχώς έως και τον 20ο αιώνα από Ελληνικό πληθυσμό (έως το 1906 που εδιώχθη η Ελληνική κοινότητα από τους Βουλγάρους).
Αρχαία πόλη της Ανατολικής Ρωμυλίας, 20 χλμ. ΝΑ της Φιλιππούπολης, στις βόρειες υπώρειες της Ροδόπης, νύν Ασένοβγκραντ,. Ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αιώνος (κατά τον Dumont) πιθανόν από Ισταιαίους Ευβοείς που νίκησαν τους Θράκες Βεσσούς και εγκαταστάθησαν, κατοικήθηκε δε συνεχώς έως και τον 20ο αιώνα από Ελληνικό πληθυσμό (έως το 1906 που εδιώχθη η Ελληνική κοινότητα από τους Βουλγάρους).
Χερρόνησος
Κυριότερες πόλεις της Χερρονήσου ήσαν οι Καρδία, Αγορά, Καλλίπολις, Σηστός, Ελαιούς και Μάδυτος.
Κυριότερες πόλεις της Χερρονήσου ήσαν οι Καρδία, Αγορά, Καλλίπολις, Σηστός, Ελαιούς και Μάδυτος.
Ποταμός Ρόμβος (Έβρος)
Η αρχική ονομασία του ποταμού ήταν Ρόμβος σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν συκοφαντήθηκε ο Έβρος, υιός του βασιλέως Κασσάνδρου, από την μητριά του Δαμασίππη επειδή δεν υπέκυψε στον έρωτά της και κυνηγήθηκε από τον πατέρα του, πνίγηκε στον ποταμό Ρόμβο.
Η αρχική ονομασία του ποταμού ήταν Ρόμβος σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν συκοφαντήθηκε ο Έβρος, υιός του βασιλέως Κασσάνδρου, από την μητριά του Δαμασίππη επειδή δεν υπέκυψε στον έρωτά της και κυνηγήθηκε από τον πατέρα του, πνίγηκε στον ποταμό Ρόμβο.
Προϊστορικός οικισμός Διομήδειας
12 χλμ. από τη σύγχρονη Ξάνθη, υπάρχουν αφημένα στην τύχη υπολείμματα προϊστορικού οικισμού της Ύστερης Νεολιθικής εποχής, σε λόφο νοτίως του χωριού Διομήδεια.
12 χλμ. από τη σύγχρονη Ξάνθη, υπάρχουν αφημένα στην τύχη υπολείμματα προϊστορικού οικισμού της Ύστερης Νεολιθικής εποχής, σε λόφο νοτίως του χωριού Διομήδεια.
Ακρόπολη «Κρεμαστού Βράχου»
Κατά την είσοδο του στην Ξυλαγανή, στα αριστερά, επάνω στο ύψωμα «Κρεμαστός Βράχος», υπάρχουν τα απροστάτευτα ερείπια μίας αρχαίας ακρόπολης, της οποίας η ζωή χρονολογείται ανάμεσα στο 1300 και το 900).
Κατά την είσοδο του στην Ξυλαγανή, στα αριστερά, επάνω στο ύψωμα «Κρεμαστός Βράχος», υπάρχουν τα απροστάτευτα ερείπια μίας αρχαίας ακρόπολης, της οποίας η ζωή χρονολογείται ανάμεσα στο 1300 και το 900).
Αρχαίο Θέατρο Μαρώνειας
Βρίσκεται στη σύγχρονη τοποθεσία Καμπάνα, κοντά στο Ιερό του Θεού Διονύσου και ανήκει στην Ελληνιστική περίοδο. Το Θέατρο, με νοτιοδυτικό προσανατολισμό, είχε 9 κερκίδες που χωρίζονταν από 8 κλίμακες, και τουλάχιστον 10 σειρές καθισμάτων σε κάθε διάζωμα, η δε χωρητικότητά του υπολογίζεται σε περίπου 6.000 άτομα. Σε κάποια φάση, χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους και για θηριομαχίες. Η ορχήστρα του δεν ήταν στρωμένη με πλάκες, αλλά αποτελείτο καθ� όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του από πατημένη γη. Η σκηνή των ρωμαϊκών χρόνων διασώθηκε σε καλή κατάσταση και ύψος (έχει διαστάσεις 23,5 Χ 6,3 μ. και χωρίζεται σε τρεις χώρους). Δυστυχώς, το 1906 μ.χ.χ. μεγάλο τμήμα του Θεάτρου καταστράφηκε για να χρησιμοποιηθεί το υλικό του προς οικοδόμηση του� σχολείου της σύγχρονης Μαρώνειας. Επίσης αναφέρεται (Γ. Μπακαλάκης, «Προανασκαφικές έρευνες στη Θράκη», Θεσ/νίκη 1959, σ. 108) ότι ακόμη και η πρόσοψη και το πεζοδρόμιο ενός� καταστήματος είχαν κτισθεί με το υλικό του αρχαίου Θεάτρου.
Βρίσκεται στη σύγχρονη τοποθεσία Καμπάνα, κοντά στο Ιερό του Θεού Διονύσου και ανήκει στην Ελληνιστική περίοδο. Το Θέατρο, με νοτιοδυτικό προσανατολισμό, είχε 9 κερκίδες που χωρίζονταν από 8 κλίμακες, και τουλάχιστον 10 σειρές καθισμάτων σε κάθε διάζωμα, η δε χωρητικότητά του υπολογίζεται σε περίπου 6.000 άτομα. Σε κάποια φάση, χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους και για θηριομαχίες. Η ορχήστρα του δεν ήταν στρωμένη με πλάκες, αλλά αποτελείτο καθ� όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του από πατημένη γη. Η σκηνή των ρωμαϊκών χρόνων διασώθηκε σε καλή κατάσταση και ύψος (έχει διαστάσεις 23,5 Χ 6,3 μ. και χωρίζεται σε τρεις χώρους). Δυστυχώς, το 1906 μ.χ.χ. μεγάλο τμήμα του Θεάτρου καταστράφηκε για να χρησιμοποιηθεί το υλικό του προς οικοδόμηση του� σχολείου της σύγχρονης Μαρώνειας. Επίσης αναφέρεται (Γ. Μπακαλάκης, «Προανασκαφικές έρευνες στη Θράκη», Θεσ/νίκη 1959, σ. 108) ότι ακόμη και η πρόσοψη και το πεζοδρόμιο ενός� καταστήματος είχαν κτισθεί με το υλικό του αρχαίου Θεάτρου.
«Σπηλιά του Κύκλωπα»
Κατά την τοπική λαϊκή παράδοση είναι η σπηλιά του Κύκλωπος Πολύφημου, αλλά αποτελεί στην πραγματικότητα λατρευτικό κέντρο θρακικών θεοτήτων. Το σπήλαιο βρίσκεται στην παραλία της Μάκρης, μέσα σε έναν βράχο όπου βρέθηκαν ίχνη χρήσης από τη Νεολιθική Περίοδο ( περ. 4.500 ). Ο χώρος του αποτελείται από δύο επίπεδα και τρείς θαλάμους, γύρω τους δε υπάρχουν λαξευμένες κόγχες και σκαλοπάτια. Στο εσωτερικό και την τούμπα, που βρίσκεται πάνω από το σπήλαιο, έχουν βρεθεί διάφορες πήλινες κατασκευές, αγαλματίδια και ειδώλια ζώων.
Κατά την τοπική λαϊκή παράδοση είναι η σπηλιά του Κύκλωπος Πολύφημου, αλλά αποτελεί στην πραγματικότητα λατρευτικό κέντρο θρακικών θεοτήτων. Το σπήλαιο βρίσκεται στην παραλία της Μάκρης, μέσα σε έναν βράχο όπου βρέθηκαν ίχνη χρήσης από τη Νεολιθική Περίοδο ( περ. 4.500 ). Ο χώρος του αποτελείται από δύο επίπεδα και τρείς θαλάμους, γύρω τους δε υπάρχουν λαξευμένες κόγχες και σκαλοπάτια. Στο εσωτερικό και την τούμπα, που βρίσκεται πάνω από το σπήλαιο, έχουν βρεθεί διάφορες πήλινες κατασκευές, αγαλματίδια και ειδώλια ζώων.
Σπήλαιο της Μαρώνειας
Σπήλαιο που βρίσκεται αριστερά του επαρχιακού δρόμου Προσκυνητών � Μαρώνειας, με πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο, 2 χλμ. βορείως της «γέφυρας του Πλατανίτη». Το σπήλαιο ήταν γνωστό στους κατοίκους της περιοχής από πολύ παλαιά, πρώτος δε εξερευνητής του θεωρείται ο Κ. Αυδής (1896). Ο καθηγητής Γ. Μπακαλάκης επισκέφθηκε το σπήλαιο το 1938, εκφράσας την άποψη ότι ίσως πρόκειται για το σπήλαιο, που αναφέρει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα «Αργοναυτικά» του, ως κατοικία του Ορφέως στη χώρα των Κικόνων. Μία παράδοση ταυτίζει και αυτό το σπήλαιο με το «Σπήλαιο του Κύκλωπα» Πολύφημου που τυφλώθηκε από τον Οδυσσέα αφού πρώτα ο τελευταίος τον μέθυσε με οίνο από τη Μαρώνεια. Το 1969, κλιμάκιο σπηλαιολόγων εξερεύνησε και χαρτογράφησε μέρος του σπηλαίου για την πιθανότητα τουριστικής αξιοποίησης του. Στο σπήλαιο που αποτελείται από κατακόρυφες και δυσκολοδιάβατες στοές, έχουν βρεθεί σαφή ίχνη κατοίκησης από την πέμπτη τουλάχιστον χιλιετία.
Σπήλαιο που βρίσκεται αριστερά του επαρχιακού δρόμου Προσκυνητών � Μαρώνειας, με πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο, 2 χλμ. βορείως της «γέφυρας του Πλατανίτη». Το σπήλαιο ήταν γνωστό στους κατοίκους της περιοχής από πολύ παλαιά, πρώτος δε εξερευνητής του θεωρείται ο Κ. Αυδής (1896). Ο καθηγητής Γ. Μπακαλάκης επισκέφθηκε το σπήλαιο το 1938, εκφράσας την άποψη ότι ίσως πρόκειται για το σπήλαιο, που αναφέρει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα «Αργοναυτικά» του, ως κατοικία του Ορφέως στη χώρα των Κικόνων. Μία παράδοση ταυτίζει και αυτό το σπήλαιο με το «Σπήλαιο του Κύκλωπα» Πολύφημου που τυφλώθηκε από τον Οδυσσέα αφού πρώτα ο τελευταίος τον μέθυσε με οίνο από τη Μαρώνεια. Το 1969, κλιμάκιο σπηλαιολόγων εξερεύνησε και χαρτογράφησε μέρος του σπηλαίου για την πιθανότητα τουριστικής αξιοποίησης του. Στο σπήλαιο που αποτελείται από κατακόρυφες και δυσκολοδιάβατες στοές, έχουν βρεθεί σαφή ίχνη κατοίκησης από την πέμπτη τουλάχιστον χιλιετία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου