Τα έθιμα των Χριστουγέννων στις αγροτικές περιοχές ήταν κάποτε άρρηκτα συνδεδεμένα με τις καθημερινές ασχολίες της υπαίθρου. Σε πολλά μέρη η Χριστουγεννιάτικη Φωτιά, η φωτιά δηλαδή που έκαιγε στο τζάκι την ημέρα των Χριστουγέννων, είχε λατρευτική χροιά. Το βράδυ των Χριστουγέννων το τζάκι έπρεπε οπωσδήποτε να καίει για δύο λόγους: για να ζεσταίνει το νεογέννητο Χριστό αλλά και για να διώχνει τους ενοχλητικούς καλικάντζαρους.
Για το λόγο αυτό, οι χωρικοί φυλούσαν για τη νύχτα εκείνη το πιο μεγάλο και καλό κούτσουρο, το Χριστόξυλο, που το μετέφεραν στο τζάκι την παραμονή των Χριστουγέννων και το έραιναν με αμύγδαλα και καρύδια. Σε ορισμένα μέρη αφού άναβαν το Χριστόξυλο, σταύρωναν τη φωτιά τρεις φορές ρίχνοντας πάνω της κόκκινο κρασί.
Σε άλλα μέρη της υπαίθρου, οι χωρικοί έφερναν μέσα στο σπίτι το υνί από το αλέτρι και το ακουμπούσαν πλάι στη Χριστουγεννιάτικη Φωτιά. Στη συνέχεια, έβαζαν πάνω στο υνί κάρβουνα και λιβάνι και, κρατώντας το στα χέρια, γύριζαν και θυμιάτιζαν όλο το σπίτι και το στάβλο.
Σημαντικό ήταν, επίσης, και ποιος θα ερχόταν πρώτος σε επαφή με την ιερή αυτή φωτιά. Έτσι, διάλεγαν ένα παιδί της οικογένειας που θεωρούσαν τυχερό και του έδιναν ένα μακρύ ραβδί για να ανακατέψει τη φωτιά. Την ώρα που την ανακάτευε έλεγε και μία ευχή που αντιπροσώπευε πάντα την ελπίδα των αγροτών: "Πουλιά, κατσίκια, αρνιά, γρόσια".
Καθώς οι αγρότες πίστευαν πως οι ιδιότητες του Χριστόξυλου είχαν περάσει στα υπολείμματα του ξύλου και στη στάχτη, τη μάζευαν και την έριχναν τα Θεοφάνεια στα χωράφια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου