Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Τα κάλαντα

-Να τα πούμε;
-Να τα πείτε, να τα πείτε!

Αυτή είναι η χαρακτηριστική και στερεότυπη ερώτηση των παιδιών που χτυπάνε αυτές τις μέρες τα κουδούνια και τις πόρτες μας για να πούνε τα κάλαντα. Οι παρέες παιδιών ξεχύνονται στους δρόμους με τρίγωνα και καμιά φορά διάφορα όργανα όπως κιθάρες, ακορντεόν και μελόντικες για να μαζέψουν τα φιλοδωρήματα, που με ευχαρίστηση προσφέρει ο κόσμος. Ποιος από εμάς δεν έχει άλλωστε τραγουδήσει τα κάλαντα όταν ήταν παιδί; Τα κάλαντα είναι από τις λίγες παραδόσεις που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα στον ίδιο βαθμό από τα παιδιά-με το αζημίωτο βέβαια!


Από την calenda στα κάλαντα

Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική "calenda", που σημαίνει αρχή του μήνα, νουμηνία και τραγουδιόνταν στην αρχή του μήνα, ενώ διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα "καλώ".

Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη.
Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (τη λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί).

Μετά, το έθιμο αυτό το πήρε και η Ρώμη.

Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά ή φανάρια ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτηρίων, στολισμένα και τραγουδούσαν συνοδεύοντας το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου. Περίφημος δε είναι ο σχετικός πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα "Ο τυμπανιστής".

Σήμερα η βάση του εθίμου, στους Πόντιους, διασώζεται άθικτη. Ακούμε κάλαντα πολλά και ποικίλα, με πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις, στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας.


Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας

Τα κάλαντα έχουν τη βάση τους σε παλιά λαϊκά τραγούδια. Πρόκειται για τραγούδια με ευχές για τον νοικοκύρη και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Πρόκειται για μια πράξη τελετουργική, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία.

Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, κρατώντας φαναράκια αναμμένα, άλλα φλογέρα ή φυσαρμόνικα και άλλα πάλι μαζί τραγουδούσαν, σαν σε χορωδία.

Τα παιδιά που κατοικούσαν στα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας κατασκεύαζαν από χαρτόνι ή τσίγκο καραβάκια στολισμένα με χρωματιστά χαρτιά και φωτάκια.

Στις ορεινές ή ηπειρωτικές περιοχές, τα παιδιά κρατούσαν για φανάρι μια φωτισμένη εκκλησία, που την ονόμαζαν "Αγία Σοφία".

Τη στόλιζαν με καμπανάκια και χρωματιστά χαρτιά. Στο εσωτερικό της, που ήταν κενό, έβαζαν ένα κερί ή ένα φαναράκι για να τους φέγγει το δρόμο. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα κοφινάκι όπου τοποθετούσαν τα φιλοδωρήματα, δηλαδή αυγά, σύκα, κομμάτια ζάχαρης και χρήματα, ενώ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων είχαν μαζί τους και μια μικρή σούβλα μήκους ενός μέτρου, όπου περνούσαν τεμάχια χοιρινού κρέατος.

Στην Ελασσόνα, τα παιδιά περίμεναν με μεγάλη αγωνία τις γιορτές των Χριστουγέννων για να παίξουν τα κάλαντα. Από τις 15 του "Αντριά", όπως έλεγαν το Δεκέμβριο, έως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά γυρνούσαν τη νύχτα όλο το χωριό χτυπώντας δυνατά τα κυπροκούδουνά τους.


Κάλαντα για κάθε περίσταση

Την παραμονή των Χριστουγέννων, συντροφιές από μικρά παιδιά γυρνούσαν από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί, τραγουδώντας τα κάλαντα.

Τα πολύ μικρά παιδιά, όσα δηλαδή δεν είχαν μάθει πολλά κάλαντα, έλεγαν συνήθως μόνο το παρακάτω τραγουδάκι:

"Κόλιντρα κι μέλιντρα Χριστός γιννιέτι σήμιρα. Γιννιέτι κι βαφτίζιται στον ουρανό παγαίνει στου γάλα κι στου μέλι".

Τα πιο μεγάλα παιδιά, αυτά δηλαδή που ήξεραν περισσότερα κάλαντα, είχαν για κάθε περίπτωση και το κατάλληλο τραγούδι. Μελετούσαν την οικογενειακή κατάσταση του κάθε χωριανού, το επάγγελμά του και έλεγαν το σχετικό τραγούδι

Οι νοικοκυρές, μόλις άκουγαν το τραγούδι στην πόρτα τους, άνοιγαν και δέχονταν πρόσχαρα τα παιδιά και τα κερνούσαν, καρύδια, σύκα και άλλα φαγώσιμα και γλυκά.

Στα σπίτια των κτηνοτρόφων η νοικοκυρά, αφού κέρναγε με ό,τι είχε τα παιδιά, έριχνε στο πάτωμα στραγάλια και τα μικρά παιδιά έσκυβαν να τα μαζέψουν βελάζοντας, όπως τα αρνιά. Με αυτό το έθιμο οι νοικοκυρές πίστευαν ότι θα μεγαλώσουν τα κοπάδια τους και θα έχουν ευτυχία.

Παλαιότερα, τα παιδιά έπαιρναν ξύλα και χτυπούσαν τις πόρτες για να τους ακούσουν οι νοικοκυραίοι και να τους ανοίξουν για να πουν τα κάλαντα. Τα παιδιά που νοιάζονταν για αγάπη και παντρειά, έλεγαν στους δρόμους το παρακάτω τραγούδι, για να το ακούσουν τα κορίτσια:

"Ζύμωσε βλάχα, ζύμωσε, τις ’φτάζυμες κουλούρες την πιο αφράτη και τρανή εμένα να τη δώσεις για να τρανέψω γρήγορα γαμπρό για να με κάνεις".




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ads Inside Post

Comments system

Disqus Shortname

Flickr User ID