Η γιορτή των Χριστουγέννων διαφαίνονταν ενωρίτερα. Προηγούταν η μεγάλη νηστεία των Χριστουγέννων. Σαράντα μέρες δίχως την αρτιμή. Μα και η προετοιμασία για αυτήν φροντιζόταν για τα αγκιά που θα δεχόταν το άφθονο κρέας του γουρουνιού, που έθρεφαν. Για την λίγδα, που θα έφερε χαρά στην οικογένεια. Ακόμα για τα καινούργια τσαρούχια που θα δώριζε στα μέλη της οικογένειας το δέρμα του (γουρουνοτσάρουχα) τα έλεγαν.
Έτσι κάπως ένιωθε και η οικογένεια την παραμονή των Χριστουγέννων. Τα μεγάλα παιδιά που ζύγωναν την παντρειά, είχαν την δική τους προετοιμασία για την βραδιά της παραμονής. Σε κάποιο τσαρδάκι ή σε αχυρώνα μαζεύονταν και έκαναν τις πρόβες για τα τραγούδια που θα ψάλανε. Μα και ο μικρός καλανταράς έπρεπε να ετοιμάσει την βέργα του για να ψάλει νωρίς την παραμονή το καλήν εσπέραν άρχοντες.
Με αυτές τις έγνοιες κυλούσαν οι μέρες μέχρι την παραμονή ή οι σαράντα μέρες της σαρακοστής. Τις τελευταίες μέρες είχαν γεμίσει το σπίτι από το γουρούνι που είχαν σφάξει, μα βουκιά δεν έμπαινε στο στόμα. Και έφτανε το βράδυ της παραμονής. Και να οι πρώτοι καλανταράδες με τις παιδικές τους φωνούλες γέμιζαν τον παγωμένο αγέρα του Δεκέμβρη, καλήν ημέραν άρχοντες. Ακουμπισμένοι στην κεντημένη τους βέργα και κρεμασμένος ο πολύχρωμος ντουρβάς στον ώμο για να δεχθεί τα καλούδια, καρύδια, ξυλοκέρατα, σύκα λιαστά και καμιά δεκάρα τρύπια. Έτσι γεμάτη γλυκές φωνούλες προχωρούσε η παραμονή. Και σαν προχωρούσε λίγο η βραδιά, καταγάλιαζαν οι παιδικές φωνούλες, γιατί θα εμφανιζόταν τα παλικάρια της παντρειάς. Με τις κεντητές πετσέτες στο χέρι. Με το βαράκι το πέτο, ντυμένοι με την καινούρια τους βράκα. Τα ολόασπρα πορπόδια που σκάπαζαν τα πόδια τους για να τους ζεσταίνουν. Ακούγονταν το πρώτο σήκω- σήκω σην αφέντιμ. Στο σπίτι του Προέδρου και από εκεί σε όλο το χωριό, ψάλλοντας τα
Χριστούγεννα προυτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου πόψι Χρηστός γεννήθηκε κι ο κόσμος δεν το ξέρει.
Έτσι περνούσε η νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων με τις τετράδες των καλανταράδων μέχρι και το πιο απόμακρο σπίτι του χωριού. Και από εκεί το τελευταίο άκρο ως του παπά το σπίτι ψάλλοντας στον δρόμο
Εβγάτε διέτε μάθετε το νιό Χριστός γεννιέται γεννιέται και βαφτίζετε στο μέλι και στο γάλα το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες και το μελισσοβότανο να λούζουντε οι κυράδες.
Και το τελευταίο Χριστός γεννιέται στο σπίτι του Παπά. Ο Παπάς ευλογούσε τους νέους και έπαιρνε παραμάσχαλα το πετραχήλι του για να χτυπήσει την καμπάνα και να δώσει το πρώτο χαμπάρι για την γέννηση του Χρηστού.
Και αμέσως γέμιζαν τα σοκάκια φαμίλιες που φορώντας τα καλά τους κατηφόριζαν στο κάλεσμα της καμπάνας. Και όταν τελείωνε η εκκλησία όλοι οι χωριανοί εκεί στον άρτικα και στο προαύλιο της εκκλησίας σφίγγανε τα χέρια τους ευχόμενοι για την μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας τα χρόνια πολλά.
Εκείνος ο αυλόγυρος ήταν χάρμα οφθαλμού με τις πολύχρωμες τσούκνες που φορούσαν οι γυναίκες. Και ξημέρωμα πατώντας την πάχνη και τα κρύσταλλα από την παγωνιά που έσπαγαν από το βάρος του τσαρουχιού, άρχιζε το σκόρπισμα του κόσμου, για το σπίτι, φορτωμένοι με κουράγιο με την ευλογία της γέννησης του Χρηστού.
Το αόρατο άστρο της Βηθλεέμ είχε φορτίσει την ψυχή τους. Τους γέμισε κουράγιο για τον Γολγοθά της ζωής. Και έφθανε η ευλογημένη ώρα που η φαμίλια θα έβαζε στο στόμα της το πρώτο κοψίδι που μετά από σαράντα μέρες νηστείας ήταν πολύ μα πολύ νόστιμο. Και ένα ποτήρι κρασί, από το ντόπιο τους κρασί, έφερνε την σφραγίδα της χαράς και της ευτυχίας.
Έτσι κάπως ένιωθε και η οικογένεια την παραμονή των Χριστουγέννων. Τα μεγάλα παιδιά που ζύγωναν την παντρειά, είχαν την δική τους προετοιμασία για την βραδιά της παραμονής. Σε κάποιο τσαρδάκι ή σε αχυρώνα μαζεύονταν και έκαναν τις πρόβες για τα τραγούδια που θα ψάλανε. Μα και ο μικρός καλανταράς έπρεπε να ετοιμάσει την βέργα του για να ψάλει νωρίς την παραμονή το καλήν εσπέραν άρχοντες.
Με αυτές τις έγνοιες κυλούσαν οι μέρες μέχρι την παραμονή ή οι σαράντα μέρες της σαρακοστής. Τις τελευταίες μέρες είχαν γεμίσει το σπίτι από το γουρούνι που είχαν σφάξει, μα βουκιά δεν έμπαινε στο στόμα. Και έφτανε το βράδυ της παραμονής. Και να οι πρώτοι καλανταράδες με τις παιδικές τους φωνούλες γέμιζαν τον παγωμένο αγέρα του Δεκέμβρη, καλήν ημέραν άρχοντες. Ακουμπισμένοι στην κεντημένη τους βέργα και κρεμασμένος ο πολύχρωμος ντουρβάς στον ώμο για να δεχθεί τα καλούδια, καρύδια, ξυλοκέρατα, σύκα λιαστά και καμιά δεκάρα τρύπια. Έτσι γεμάτη γλυκές φωνούλες προχωρούσε η παραμονή. Και σαν προχωρούσε λίγο η βραδιά, καταγάλιαζαν οι παιδικές φωνούλες, γιατί θα εμφανιζόταν τα παλικάρια της παντρειάς. Με τις κεντητές πετσέτες στο χέρι. Με το βαράκι το πέτο, ντυμένοι με την καινούρια τους βράκα. Τα ολόασπρα πορπόδια που σκάπαζαν τα πόδια τους για να τους ζεσταίνουν. Ακούγονταν το πρώτο σήκω- σήκω σην αφέντιμ. Στο σπίτι του Προέδρου και από εκεί σε όλο το χωριό, ψάλλοντας τα
Χριστούγεννα προυτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου πόψι Χρηστός γεννήθηκε κι ο κόσμος δεν το ξέρει.
Έτσι περνούσε η νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων με τις τετράδες των καλανταράδων μέχρι και το πιο απόμακρο σπίτι του χωριού. Και από εκεί το τελευταίο άκρο ως του παπά το σπίτι ψάλλοντας στον δρόμο
Εβγάτε διέτε μάθετε το νιό Χριστός γεννιέται γεννιέται και βαφτίζετε στο μέλι και στο γάλα το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες και το μελισσοβότανο να λούζουντε οι κυράδες.
Και το τελευταίο Χριστός γεννιέται στο σπίτι του Παπά. Ο Παπάς ευλογούσε τους νέους και έπαιρνε παραμάσχαλα το πετραχήλι του για να χτυπήσει την καμπάνα και να δώσει το πρώτο χαμπάρι για την γέννηση του Χρηστού.
Και αμέσως γέμιζαν τα σοκάκια φαμίλιες που φορώντας τα καλά τους κατηφόριζαν στο κάλεσμα της καμπάνας. Και όταν τελείωνε η εκκλησία όλοι οι χωριανοί εκεί στον άρτικα και στο προαύλιο της εκκλησίας σφίγγανε τα χέρια τους ευχόμενοι για την μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας τα χρόνια πολλά.
Εκείνος ο αυλόγυρος ήταν χάρμα οφθαλμού με τις πολύχρωμες τσούκνες που φορούσαν οι γυναίκες. Και ξημέρωμα πατώντας την πάχνη και τα κρύσταλλα από την παγωνιά που έσπαγαν από το βάρος του τσαρουχιού, άρχιζε το σκόρπισμα του κόσμου, για το σπίτι, φορτωμένοι με κουράγιο με την ευλογία της γέννησης του Χρηστού.
Το αόρατο άστρο της Βηθλεέμ είχε φορτίσει την ψυχή τους. Τους γέμισε κουράγιο για τον Γολγοθά της ζωής. Και έφθανε η ευλογημένη ώρα που η φαμίλια θα έβαζε στο στόμα της το πρώτο κοψίδι που μετά από σαράντα μέρες νηστείας ήταν πολύ μα πολύ νόστιμο. Και ένα ποτήρι κρασί, από το ντόπιο τους κρασί, έφερνε την σφραγίδα της χαράς και της ευτυχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου