Η πρώτη μαρτυρία για την Επισκοπή Πλωτινουπόλεως χρονολογείται στα 434-435, όταν ο επίσκοπος Ιερόφιλος μετατίθεται από την Τραπεζούπολη της Φρυγίας στην Πλωτινούπολη. Στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους η Πλωτινούπολη αναφέρεται ως μία από τις επισκοπές της επαρχίας Αιμιμόντου. Στην έκθεση Επιφανίου αναφέρεται τρίτη ανάμεσα στις επισκοπές της Μητρόπολης Αδριανούπολης. Αρκετά αργότερα στα 787 βρίσκουμε την Πλωτινούπολη και το όνομα του επισκόπου της Γεωργίου στα Πρακτικά της Β' εν Νικαία Συνόδου [μέχρι τον 8ο αιώνα διατηρήθηκε η «επισκοπή Πλωτινόπολης», αν και η έδρα της πρέπει να είχε μεταφερθεί από καιρό στο Διδυμότειχο (λόφος Καλέ). (Ντίνου Χριστιανόπουλου «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 13)].
Έναν αιώνα πιο μετά, στα 879-880, στη Σύνοδο που συγκαλεί ο Πατριάρχης Φώτιος και επισημοποιεί τις αλλαγές που είχαν προκύψει στο χάρτη της Αυτοκρατορίας συναντάμε για πρώτη φορά την υπογραφή επισκόπου "Διδυμοτείχου". Βλέπουμε ότι ακολουθώντας τη διοικητική διαίρεση η επισκοπή Πλωτινουπόλεως αποσπάται από την επαρχία Αιμιμόντου και προσατράται στην επαρχία Ροδόπης, τώρα πλέον ως επισκοπή Διδυμοτείχου. Στη Notitia του Λέοντος Φιλοσόφου το Διδυμότειχο βρίσκεται στην πρώτη θέση από τις επισκοπές της Μητρόπολης Τραϊανουπόλεως.
Η κατάσταση κατά την οποία η Μητρόπολη Τραϊανουπόλεως διελάμβανε ολόκληρη σχεδόν τη σημερινή Ελληνική Θράκη διατηρείται μέχρι το 1189. Τότε επί αυτοκράτορος Ισαακίου Β΄ Αγγέλου η Μητρόπολη συρρικνώνεται, ενώ η επισκοπή Διδυμοτείχου ανακηρύσσεται σε αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή και παίρνει την 37η θέση στην τάξη πρωτοκαθεδρίας των θρόνων του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1206 πέθανε στο Διδυμότειχο, όπου είχε αυτοεξοριστεί, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, ενσαρκωτής του πνεύματος της αντίστασης εναντίον των Φράγκων και Βουλγάρων. (Ντίνου Χριστιανόπουλου «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 16).
Οι αναστατώσεις και ερημώσεις του 13ου και ιδιαίτερα του 14ου αιώνα καθόρισαν σοβαρές ανακατατάξεις και στην εκκλησία. Έτσι στα πλαίσια της γενικότερης προώθησης του Διδυμοτείχου ακουλουθεί και η εκκλησιαστική αναβάθμισή του. Σε εκκλησιαστικό τακτικό της δεκαετίας 1261-1270 η Μητρόπολη Διδυμοτείχου βρίσκεται στην 96η θέση (αλλά ταυτόχρονα και ως Αρχιεπισκοπή στην 40η σειρά). Επί Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου ανέρχεται στην 54η θέση, ενώ επί Ανδρόνικου Γ΄ αναβαθμίζεται περαιτέρω στη 44η θέση.
Το 1324, επί μητροπολίτη Θεόδούλου (1315-1329), η μητρόπολη Διδυμοτείχου φορολογήθηκε με 100 υπέρπυρα, δηλ. τα μισά από ότι η Θεσσαλονική: αυτό δείχνει τη σημαντική άνοδο της μητρόπολης στην εκκλησιαστική ιεραρχία, σε συσχετισμο βέβαια και με τη συρρίκνωση της αυτοκρατορίας.
Το 1347 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, με τη βοήθεια των Τούρκων, εισήλθε στην πρωτεύουσα. Αμέσως καθαίρεσε (μετά από Σύνοδο) τον αντίπαλό του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και τον εξόρισε στο Διδυμότειχο. (Ντίνου Χριστιανόπουλου «Σύντομη Ιστορία του Διδυμοτείχου», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 19-21).
Ο εκτεταμένος εξισλαμισμός και η εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα συνεπάγονται τον περιορισμό του ελληνικού στοιχείου σε αστικές νησίδες, ανάμεσα στις οποίες και το Διδυμότειχο. Η περιοχή του Διδυμοτείχου εξακολουθεί επί Τουρκοκρατίας να αποτελεί ιδιαίτερη Μητρόπολη, μία από τις τρεις σταθερές στο χώρο της σημερινής Ελληνικής Θράκης, μαζί με τις Μητροπόλεις της Μαρωνείας και της Ξάνθης. Σε σημειώσεις σε ελληνικό χειρόγραφο του Σινά οι οποίες χρονολογούνται στο 15ο-16ο αιώνα η Μητρόπολη Διδυμοτείχου αναφέρεται στην 140η θέση. Ο Paul Ricaut αναφέρει το 1692 το Διδυμότειχο μεταξύ των επισκόπων οι οποίες εξαρτώνται αμέσως από το Πατριαρχείο μαζί με τη Σωζόπολη, τη Φιλιπούπολη και άλλες πλησίον ευρισκόμενες πόλεις.
Ο Άγιος Δημήτριος, η πλουσιότερη χριστιανική συνοικία της πόλης κατείχε το νοτιοδυτικό τμήμα του Καλέ. Εκεί πιθανότατα θα βρισκόταν το μητροπολικό κτίριο και ο ναός που θα τιμώταν στο όνομα του Αγίου, ενώ ο άγιος Γεώργιος ο Παλαιοκαστρίτης θα ήταν εγκατελειμένος.
Το νότιο τμήμα του κάστρου θα κατείχε η συνοικία του Μοναστηριού. Νομίζω ότι μπορούμε να ταυτίσουμε το χώρο του Μοναστηριού με εκείνο του ναού του Αγίου Αθανασίου. Πρόσφατα δεδομένα, προερχόμενα από ανασκαφική έρευνα που διεξήχθει στο ταφικό παρεκκλήσι βόρεια του ναού οδηγούν το γράφοντα στην εικασία, ότι πιθανότατα μπορούμε να ταυτίσουμε το χώρο με τη Μονή της Οδηγήτριας την οποία ο πατριάρχης Ιωάννης XIV ο Καλέκας μετέτρεψε στα 1340 από γυναικεία και πάλι σε ανδρική.
Η συνοικία του Αγίου Νικολάου θα πρέπει να τοποθετηθεί έξω από το κάστρο, στα δυτικά και βόρεια της θέσης, όπου κατά παράδοση βρίσκεται ο παλαιοχριστιανικός ναός, ο αφιερωμένος στον Άγιο, δηλαδή θα κατείχε κατά προσέγγιση τη θέση, όπου αργότερα βρίσκουμε τα Κουγιουμτζήδικα.
Εξαιρετικό άρθρο... Η Μητρόπολη Διδυμοτείχου έχει Κώδικες και έγγραφα μεγάλης ιστορικής αξίας. Ας τα προστατεύσει, ας τα καταλογογραφήσει και ας ανοίξει τις πύλες της στους ερευνητές. Έτσι θα προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στο Έθνος και στην επιστήμη της Ιστορίας... Για να μην συμβει στο μέλλον αυτό που έγινε με τα έγγραφα π.χ. που αφορύσαν τη γέννηση και τη βάπτιση του εθνικού ευεργέτη Ευγένιου Ευγενίδη. Που δεν υπάρχουν, άγνωστο γιατί....
ΑπάντησηΔιαγραφή