1.
Ζούγους (μυτερό ξύλο, σβούρα) ή γυριστήρι
Τους πετούσαν κάτω για το ποιος θα γυρνούσε πιο πολύ, χτυπώντας τους συνέχεις με λουρί για να μη σταματήσουν.
Στην περιοχή της Στράντζας τη σβούρα την έλεγαν γυριστήρι. Ήταν και αυτή χειροποίητη. Την κατασκεύαζαν οι μπαμπάδες από τα ξύλα του βουνού. Επάνω ήταν στρογγυλή, κυλινδρική και στο κάτω μέρος στένευε και στο τέλος είχε ένα καρφάκι. Τύλιγαν ένα σπάγκο γύρω από τη σβούρα, την έριχναν στο πάτωμα, τραβώντας δυνατά το σπάγκο. Αυτή γύριζε και κα παιδιά διασκέδαζαν και συναγωνιζόταν ποιος θα κρατήσει την σβούρα να γυρίζει περισσότερο χρόνο.
2.
Τα κότσια
Τα κότσια παίζονταν με διάφορους τρόπους. Συνήθως παιζόταν με δύο παιδιά καθισμένα στο πάτωμα αντικριστά και με πέντε κότσια. Έριχναν τα τέσσερα κότσια στο πάτωμα και με το δεξί χέρι πετούσε το πέμπτο ψηλά και ώσπου να κατέβει και να το πιάσουν πάλι με το δεξί χέρι, μάζευαν από το πάτωμα τα κότσια πρώτα ένα-ένα, μετά δύο-δύο μετά τρία και ένα και τέλος όλα μαζί χρησιμοποιώντας πάντα μόνο το δεξί χέρι.
3.
Πετάει – πετάει
Όλα τα παιδιά καθόταν στο πάτωμα ή στο χώμα και έβαζαν το δαχτυλάκι τους (δείκτη του χεριού)όλα σε ένα σημείο. Τότε η μάνα έλεγε ¨πετάει το πουλί» και σήκωνε το χέρι ψηλά. Το ίδιο έκαναν και τα άλλα. Συνέχιζε λέγοντας «πετάει –πετάει η πεταλούδα, ο αετός, ο γάιδαρος». Μερικά από την βιασύνη τους σήκωναν το χέρι τους και στο γάιδαρο και έχαναν. Ξεκαρδιζόταν όμως στα γέλια και το παιχνίδι συνεχιζόταν..
4. Η μακρογαϊδούρα
Τα παιδιά έσκυβαν το ένα πίσω από το άλλο με τρόπο ώστε το κεφάλι του ενός να ακουμπά στον ποπό του άλλου. Αφού έσκυβαν 5-6 παιδιά στη σειρά, τότε ένα παιδί έτρεχε με φόρα και προσπαθούσε με ένα πήδημα να φτάσει τον πρώτο από τα σκυμμένα και να καθίσει στην πλάτη του. Μετά πήγαινε στο τέλος της σειράς, έσκυβε με τον ίδιο τρόπο και το παιχνίδι συνεχιζόταν
5. Τσιλίκι
Για το παιχνίδι αυτό χρειαζόταν δύο ξυλαράκια ένα μικρό δεκαπέντε πόντους περίπου με μυτερές άκρες και ένα μεγάλο μήκος μισού μέτρου περίπου και αυτό ήταν η τσιλικομάνα ή τσιλικόβεργα. Το παιδί που έπαιζε πρώτο, έβαζε κάτω το μικρό ξυλαράκι και χτυπούσε την άκρη του. Το ξυλαράκι πηδούσε στον αέρα και τότε έπρεπε με την τσιλικόβεργα να το ξαναχτυπήσει ώστε να πάει μακριά. Άλλες φορές ακουμπούσαν το μικτό ξυλαράκι σε μια πέτρα με τέτοιο τρόπο, ώστε η μια του άκρη να ακουμπάει στην πέτρα και η άλλη στη γη. Περνούσαν την τσιλικόβεργα στο κενό και δημιουργούνταν, σήκωναν ψηλά το τσιλίκι και το ξαναχτυπούσαν να πάει μακριά.
Το άλλο παιδί, που ήταν μακριά, προσπαθούσε να πιάσει το τσιλίκι και αν το κατόρθωνε το ξανάστελνε πίσω σ’ αυτόν που το χτύπησε, που με την τσιλικόβεργα το ξαναχτυπούσε. Σ’ αυτό το παιχνίδι έβαζαν διάφορους κανόνες. Ενας ήταν ότι όποιο παιδί έπιανε το τσιλίκι άλλαζε θέση με εκείνο που κρατούσε την τσιλικόβεργα ή τσιλικομάνα. Άλλος κανόνας ήταν ότι αν αποτύγχανε ο παίχτης τρεις φορές να χτυπήσει το τσιλίκι έχανε. Ακόμη για να μετρήσουν ποιος χτύπησε πιο μακριά μετρούσαν με την τσιλικόβεργα λέγοντας τσιλίκ τσομάκ, τσιλίκ τσομάκ.
6. Σαΐτα (σφεντόνα)
Έπαιρναν ένα ξύλο γερό διχαλωτό, το τσατάλ, μήκους περίπου 15 πόντων. Στις δύο άκρες της διχάλας έδεναν μια λαστιχένια κορδέλα πάχους όσο ένα δάχτυλο, και μάκρος περίπου 30 πόντους. Στη μέση της κορδέλας έβαζαν μια πετρούλα. Με το αριστερό χέρι έπιαναν το τσατάλ και με το δεξί έσφιγγαν την πετρούλα που ήταν στο κέντρο της λαστιχένιας κορδέλας. Τέντωναν την λαστιχένια κορδέλα και άφηναν την πετρούλα. Αυτή τιναζόταν μακριά. Έβαζαν πολλά στοιχήματα αν θα πετύχουν κάποιο στόχο με την πετρούλα.
7. Η Κούκλα
Ήταν παιχνίδι για τα κορίτσια. Επειδή οι αγοραστές (έτοιμες) κούκλες ήταν ακριβές και πιο παλιά δεν υπήρχαν έτοιμες κούκλες, ετοιμαζόταν στο σπίτι με απλά υλικά. Έπαιρναν δύο ξυλαράκια ένα μακρύτερο και ένα πιο κοντό και τα έδεναν σταυρωτά. Το μικρό ξυλαράκι υποδήλωνε τα χέρια. Το κεφάλι γινόταν από πανί συνήθως μονόχρωμο,κατά προτίμηση άσπρο και λίγο βαμβάκι. Ζωγράφισαν τα μάτια, τη μύτη και το στόμα. Με άλλο ύφασμα έκαναν το φουστανάκι και η κούκλα ήταν έτοιμη.
8. ΚολοκυθιαΤα παιδιά καθόταν κάτω σε κύκλο και έπαιρναν ένα αριθμό από το ένα ως π.χ το δέκα. Η μάνα έλεγε:
-έχω μια κολοκυθιά που κάνει τρία κολοκύθια
Το παιδί που είχε πέντε έλεγε:
-γιατί να κάνει τρία
-Αμ πόσα;
-Να κάνει πέντε
-Γιατί να κάνει πέντε; έλεγε το παιδί που είχε πέντε
-Αμ πόσα; και το παιχνίδι συνεχιζόταν
9. Γιάντες
Όταν τα παιδιά συμφωνούσαν μεταξύ τους να παίξουν γιάντες, τότε πρόβαλαν το καθένα, το μικρό δαχτυλάκι του δεξιού τους χεριού και τα έπλεκαν μεταξύ τους. Μετά έπαιρναν το κοκαλάκι της κότας που είναι μπροστά στο στήθος της και έχει σχήμα Υ (ύψιλον), κρατούσε το καθένα από μία άκρη και το έσπαζαν λέγοντας την λέξη «γιάντες» δηλ. στοίχημα. Αυτά τα δύο κοκαλάκια ήταν σημάδι ότι τα παιδιά έβαλαν στοίχημα. Έβαζαν γιάντες για ζωγραφιές, για πένες, μολύβια, βιβλία. Γελιόταν αν το ένα παιδί έπαιρνε από το χέρι του άλλου κάτι χωρίς να πει την λέξη «νουμ» δηλ. έχω το νού μου, το θυμάμαι το στοίχημα, βάζοντας το δαχτυλάκι του στο κεφάλι. Τότε έχανε το στοίχημα και έπρεπε να δώσει αυτό που έβαλαν στοίχημα. Αν όμως έλεγε «το νού’ μ» δηλ. έχω στο νού μου, τότε δεν έχανε.
Βιβλίο ΣΤΡΑΝΤΖΑ
Αφηγήσεις προσφύγων από Ανατολική και Βόρεια Θράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου